Ένα μίνι διαδικτυακό μυθιστόρημα σε συνέχειες...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Σμαράγδι
Ο Αριστογένης Επικύδης ήταν πολύ γνωστό και "βαρύ" όνομα
στην ελληνική κοινωνία του 2021. Είχε εκλεγεί ακαδημαϊκός για τις έρευνές του
στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, ήταν σεβαστός και αποδεκτός από τον κόσμο
αλλά και από πολλούς πολιτικούς και τοποθετήθηκε Υπουργός Δημόσιας Τάξης λίγο
πριν ξεσπάσει το μεγάλο κύμα της Κρίσης που ανέτρεψε την πραγματικότητα που
είχαν μέχρι τότε συνηθίσει οι πολίτες της χώρας. Κάθισε στο Υπουργείο
λιγότερο από έξι μήνες και μετά παραιτήθηκε. Το ενδιαφέρον είναι ότι ταυτόχρονα
αποσύρθηκε από κάθε κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα. Εξαφανίστηκε
κυριολεκτικά.
Τώρα όμως, ήταν εκεί μπροστά τους φορώντας
πυτζάμες και χαμογελώντας.
Ο Ζωναίος, η Μαίρη και ο Γιάννης μπήκαν, ο
Αριστογένης τους πρόσφερε καφέ και κουλουράκια και κάθισαν όλοι μαζί στο μικρό,
αγροτικό θα το έλεγε κανείς, σαλονάκι που ήταν όμως προσεγμένο και διακοσμημένο
με τα αναμνηστικά μιας πολύ πλούσιας επιστημονικής καριέρας με ολίγη από
πολιτική.
-Ζωναίε, δεν πίστευα να σε ξαναδώ από τότε!
είπε φανερά χαρούμενος ο Αριστογένης.
Ο Ζωναίος εξήγησε ότι όταν ο Αριστογένης ήταν
Υπουργός τον είχε διαλέξει για υπασπιστή του.
-Ήταν καλές στιγμές κύριε Υπουργέ, αναπόλησε ο
αστυνόμος. Που να ξέραμε τι μας περίμενε.
-Δυστυχώς, Ζωναίε, κάποιοι ξέραμε. Και κάποιοι
ήξεραν απάντησε ο Αριστογένης. Αλλά σε τι οφείλω αυτήν την ανέλπιστη αλλά
εξαιρετικά ευχάριστη επίσκεψη;
-Υπουργέ μου, είστε άνθρωπος που εκτιμώ,
θαυμάζω και εμπιστεύομαι, ξεκίνησε ο Ζωναίος. Θα ήθελα να μας βοηθήσετε σ' ένα
ζήτημα εξαιρετικά περίπλοκο, μάλλον επικίνδυνο, εξόχως μυστήριο και...εδώ έψαξε
να βρει κάποιες λέξεις ο Ζωναίος αλλά μάλλον δεν τα κατάφερε καλά...και τέλος
πάντων νομίζω ότι μόνο εσείς μπορείτε να μας πείτε κάτι παραπάνω.
-Πολύ ευχαρίστως, αν μπορώ να συνδράμω,
απάντησε ο Αριστογένης. Ξέρεις πόσο σε συμπαθώ Ζωναίε και θα κάνω ό,τι μπορώ.
Σ' ακούω λοιπόν.
Ο Ζωναίος του εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τι
είχε συμβεί σ' αυτόν και στο Γιάννη με τη Μαίρη τις τελευταίες μέρες.
Ο Αριστογένης, όταν ο Ζωναίος τέλειωσε την
αφήγηση, πήρε μια έκφραση σχεδόν πόνου. Ο Ζωναίος ταράχτηκε:
-Υπουργέ μου είστε καλά; Θέλετε κάτι;
-Όχι, καλά είμαι τους διαβεβαίωσε ο
Αριστογένης, ήπιε λίγο νερό και έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μετά, σηκώθηκε απ΄τη
θέση του, έλειψε για λίγο και γύρισε μ΄ ένα ξύλινο σκαλιστό κουτάκι στο χέρι.
Το άνοιξε και αποκάλυψε ένα σκουροπράσινο πετράδι.
-Έχετε μπροστά σας ένα σμαράγδι. Είπε ο
Αριστογένης. Κι έχετε μπροστά σας κι έναν πρώην Υπουργό που η τύχη θέλησε να
ξέρει και ο Θεός τον λυπήθηκε και του επέτρεψε να εξομολογηθεί γι' αυτά που
ξέρει.
Η συντροφιά πάγωσε. Δεν περίμεναν ότι ο
Αριστογένης Επικύδης θα πρόσθετε όχι μόνο τη σοφία, την πείρα και τις
διασυνδέσεις του αλλά και κάτι ουσιαστικά σημαντικό για την υπόθεση με τους
πολύτιμους λίθους.
-Δυο χρόνια πριν, όταν αρχίσαμε κάποιοι να
καταλαβαίνουμε το μέγεθος της κρίσης και αυτό που ερχόταν για τη χώρα μας,
μαζευτήκαμε να το συζητήσουμε σε πολύ στενό κύκλο. Καταλαβαίνετε ότι δεν μπορώ
να αναφερθώ σε ονόματα αλλά μπορείτε να αντιληφθείτε το επίπεδο των προσώπων.
Απλώς θα σας πω ότι ήμασταν κάπου επτά ή οκτώ άτομα. Για να
μη μακρηγορήσω, το συμπέρασμα που καταλήξαμε ήταν τρομακτικό: η χώρα δε θα
μπορούσε να υποστηρίξει οικονομικά το σύνολο των κατοίκων. Δραματικό.
Ακόμα κι
αν πουλούσαμε το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, ακόμα κι αν κάναμε ό,τι
ήταν ανθρωπίνως δυνατό ήταν αδύνατο να σώσουμε ό,τι νομίζαμε μέχρι τότε
αυτονόητο. Ο λιμός ερχόταν. Έπρεπε να πάρουμε αποφάσεις. Έπεσαν διάφορες ιδέες
στο τραπέζι. Καταλήξαμε ότι θα ήταν λάθος να ρίξουμε όλους τους ελάχιστους
διαθέσιμους πόρους, τα τρόφιμα και τα λίγα χρήματα, τα φάρμακα ή τα άλλα
απαραίτητα είδη σε μια μόνο κοινωνική ή ηλικιακή ομάδα. Έπρεπε να το κάνουμε
τυχαία, διάσπαρτα μέσα σ' όλη την κοινωνία αλλά και βέβαια κάπως αναλογικά,
λιγότερα να παίρνουν οι πιο πλούσιοι περισσότερα οι πιο φτωχοί, αλλά και πάλι
χωρίς να διαταράξουμε τις διαφορές και μάλιστα μέσα σε τόσο μεγάλη κρίση,
δηλαδή να κάνουμε ξαφνικά κάποιους πλούσιους εκεί που ήταν πάμφτωχοι ή το
ανάποδο.
Ο Ζωναίος η Μαίρη κι ο Γιάννης άκουγαν έκπληκτοι
την ιστορία του Αριστογένη. Κι αυτός, σαν να διηγούνταν ένα παραμύθι κι όχι την
πρόσφατη αληθινή ιστορία της χώρας, συνέχισε:
-Κάποιοι είπαν να χρησιμοποιήσουμε διάφορα
στοιχεία, αριθμούς ταυτότητας ή μητρώα ή άλλους αριθμούς αλλά και πάλι υπήρχαν
άνθρωποι που δεν είχαν κάτι τέτοιο. Κάποιοι είχαν διαβατήριο κι όχι ταυτότητα
κάποιοι τίποτα απ' τα δύο και διάφορα άλλα προβλήματα. Βλέπετε έπρεπε να
πάρουμε μια συνολική απόφαση. Έπρεπε να αποφασίσουμε το κρίσιμο κριτήριο βάσει
του οποίου ουσιαστικά θα σώζαμε ένα μέρος του πληθυσμού. Τότε έπεσε η ιδέα των
πολύτιμων λίθων. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατείχε τέτοιες πέτρες. Σε
διάφορες μορφές. Άλλος σε κόσμημα, σε κομπολόι, σε διακοσμητικό, υπήρχαν
παντού. Δεν ήταν όπως ο χρυσός, ή άλλα πολύτιμα μέταλλα που θα μπορούσε να
χρησιμοποιείται ας πούμε από τις γυναίκες μόνο ή από μια συγκεκριμένη κατηγορία
ανθρώπων.
-Μα αυτό βρήκατε σαν κριτήριο; Είναι
παρανοϊκό! διαμαρτυρήθηκε η Μαίρη
-Ναι είναι. Όσο παρανοϊκό ήταν κι αυτό που
συνέβη, αντέτεινε ο Αριστογένης και συνέχισε: τότε αρχίσαμε να ψάχνουμε
περισσότερο αυτή την ιδέα. Αν ας πούμε κάποιος είχε πάρα πολλούς λίθους, είτε
γιατί ήταν πλούσιος είτε γιατί ήταν συλλέκτης, τι θα γινόταν; Πως θα ξεχωρίζαμε
τους μεν απ τους δε; Τέλος πάντων για να μην σας κουράσω με λεπτομέρειες,
αποφασίστηκε να περιορισθούμε στην πρωτεύουσα. Έτσι και αλλιώς στην επαρχία θα
υπήρχαν λιγότερα προβλήματα επιβίωσης. Τώρα στην Αθήνα ορίστηκε ότι όποιος κατέχει
κάτω από δώδεκα λίθους θα προστατεύεται. Θα τον βοηθάμε με τρόπο που να μη φαίνεται.
Από την άλλη όποιος είχε παραπάνω θα του κόβαμε κάθε δυνατή παροχή. Σήμαινε ότι
ήταν αρκετά πλούσιος για να τα καταφέρει μόνος του, μέχρι βέβαια να πέσει κάτω
από τους δώδεκα λίθους. Τότε μάλλον θα είχε αναγκαστεί να τους πουλήσει από ανάγκη
και άρα έπρεπε να βοηθηθεί.
-Κι όσοι έτυχε να μην έχουν κανένα; Αναρωτήθηκε
ο Γιάννης
-Τότε αυτό θα σήμαινε ότι και να τον βοηθούσαμε
δεν είχε καμιά πιθανότητα επιβίωσης γιατί θα εξαρτιόταν μόνο από το κράτος για
να επιβιώσει. Και το κράτος δε θα μπορούσε να βοηθήσει για πολύ. Καταλαβαίνετε
το νόημα; Έπρεπε να έχεις κάτι, κάποια μικρή δυνατότητα για να βοηθηθείς. Αν ήσουν
πλούσιος δεν χρειάζεσαι το κράτος, αν είσαι εντελώς φτωχός, χωρίς ούτε ένα αμέθυστο
ας πούμε, τότε και να σε βοηθούσαμε δεν θα έβγαινε πουθενά. Μόλις θα σταματούσε
η βοήθεια θα χανόσουν και μαζί σου και η βοήθεια που θα σου δίναμε. Θα πήγαινε
χαμένη. Αν ήσουν κάπου στη μέση τότε θα έπαιρνες κάτι. Αυτό ήταν όλο.
-Και πως θα το ελέγχατε όλο αυτό το σύστημα; Ήταν
η σειρά του Ζωναίου να ρωτήσει.
-Εδώ ήταν το μεγάλο λάθος. Αποφασίστηκε να
οργανωθεί μια ομάδα καλά εκπαιδευμένων ανθρώπων από διάφορες κρατικές αρχές,
την αστυνομία, το στρατό, καταλάβατε. Δώδεκα τέτοιους θα είχαμε. Ούτε πολλούς ούτε
λίγους, και θα τους δίναμε την απόλυτη ελευθερία να ψάχνουν να βρίσκουν και να
βοηθούν όσους είχαν από έναν μέχρι δώδεκα λίθους. Βεβαίως θα τους εξοπλίζαμε
κατάλληλα και οπωσδήποτε θα έπρεπε να τους εξασφαλίζουμε τα προς το ζην. Καταλαβαίνετε
ότι αυτοί θα είχαν και πρόσβαση σε ένα αριθμό βασικών αγαθών και μικροποσών ώστε
να τα διανέμουν κατάλληλα.
-Α! Γι΄αυτό οι 12 ζητούσαν τους 12! Να τι σήμαινε
το σημείωμα στο σπίτι του Κλεισθένη! Και βέβαια να γιατί ο Κλεισθένης είχε πει ότι
κάποτε αυτοί οι λίθοι θα έσωζαν τη ζωή του! Ο Γιάννης κόντεψε να τιναχτεί μέχρι
το ταβάνι απ’ την ανακάλυψή του.
-Και ο Κλεισθένης πρέπει να ήξερε κι άλλα γι΄ αυτό
μου έδωσε και το κόσμημα με το τοπάζι, συμπλήρωσε η Μαίρη.
Κανείς άλλος όμως δεν του έδωσε σημασία. Κι ο
Αριστογένης συνέχισε:
-Αυτοί οι δώδεκα λοιπόν επιλέχθηκαν, οργανώθηκαν,
εκπαιδεύτηκαν, εξοπλίστηκαν και τους αφήσαμε να κάνουν τη δουλειά που τους αναθέσαμε.
Το σκεπτικό ήταν να δρουν από μόνοι τους, χωρίς κάποιο κεντρικό έλεγχο ώστε να
μην μπορεί κανείς μετά να ανακαλύψει τι κάναμε και πως το κάναμε. Θα ήταν αυτόνομοι.
Κι όπως είπα, αυτό ήταν και το μεγάλο λάθος.
-Κατάλαβα, είπε ο Ζωναίος. Αυτοί οι δώδεκα
αυτονομήθηκαν πραγματικά.
-Ναι. Κι έτσι, μόλις το έμαθα παραιτήθηκα από
Υπουργός αγαπητέ μου αστυνόμε. Οι δώδεκα ακουγόταν ότι είχαν κυλήσει σε
εκβιασμούς και σε άλλα εγκλήματα, σε κλοπές λίθων, άλλοι έδιναν λίθους δεξιά κι
αριστερά, μοίραζαν τη ζωή και το θάνατο, τη σωτηρία και τη δυστυχία αναλόγως τα
κέφια τους. Έκαναν ό,τι ήθελαν χωρίς έλεγχο τελικά. Και βέβαια μετά ήρθε κι εκείνο που είχαμε προβλέψει: το μεγάλο κύμα της Κρίσης που ήρθε και τα ανέτρεψε όλα.
-Και τελικά τι έγινε με τους δώδεκα, ξέρετε; Ρώτησε ο Ζωναίος
-Απ΄ αυτά που μου είπατε κι απ΄ότι ακούω και μαθαίνω, οι δώδεκα είναι εκεί έξω και ακόμα κάνουν ό,τι θέλουν, απάντησε ο Αριστογένης.
-Ο Κλεισθένης πως έμαθε γι΄αυτούς, ξέρετε; ρώτησε και πάλι ο Γιάννης
-Σιγά-σιγά παιδί μου ένα μεγάλο μέρος της υψηλής κοινωνίας έμαθε γι΄αυτούς. Θες επειδή όλα τα μυστικά τελικά αποκαλύπτονται, θες γιατί οι δώδεκα φρόντισαν γι΄αυτό γιατί προσέγγιζαν ανθρώπους με κάποια επιφάνεια οικονομική για να τους εκβιάσουν, πάντως έμαθαν γι΄αυτούς πολλοί. Πάρα πολλοί.
-Υπουργέ μου, είπε με κάπως επίσημο τρόπο ο Ζωναίος, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.
-Για το θέμα των δώδεκα, ρώτησε με προσποιητή αφέλεια ο Αριστογένης.
-Ναι, απάντησε ο Ζωναίος. Δεν είναι δυνατόν να δρα μια συμμορία ουσιαστικά, μια συμμορία δώδεκα παρανοϊκών ή εγκληματιών στην Αθήνα. Και μάλιστα όταν έχει στη διάθεσή της τέτοια δύναμη.
Ο Αριστογένης σηκώθηκε από την καρέκλα του με αργές κινήσεις, πήρε στα χέρια του το σμαράγδι, το χάιδεψε, το άφησε και πάλι στο τραπεζάκι έκανε δυο βόλτες γύρω απ΄την καρέκλα κρατώντας το πηγούνι του και γύρισε προς το παράθυρο με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του.
(Συνεχίζεται...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου