Ένα μίνι διαδικτυακό
μυθιστόρημα σε συνέχειες...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
(συνέχεια...)
Αιματίτης
Το αυτοκίνητο του
Ζωναίου ανέβαινε την Κηφισίας με μεγάλη ταχύτητα. Η κρίση είχε αδειάσει την
άλλοτε μποτιλιαρισμένη λεωφόρο. Ο Γιάννης και η Μαίρη στο πίσω κάθισμα
κοιτούσαν απ’ τα παράθυρα τα ερειπωμένα κτίρια που παλιά φιλοξενούσαν
εταιρείες, τράπεζες, πολυκαταστήματα και ο καθένας ήταν βυθισμένος στις σκέψεις
του.
-Αστυνόμε, έσπασε τη
σιωπή ο Γιάννης, από πού θα ξεκινήσουμε;
-Κατ’ αρχάς δε θα
ξεκινήσουμε, είπε κοφτά ο Ζωναίος. Σας παίρνω μαζί μου μόνο και μόνο για
προστασία, αφού δέχομαι ότι η Μαίρη κινδυνεύει. Δείτε το ως εξής: είστε
μάρτυρες υπό προστασία. Τα άλλα είναι δουλειά της αστυνομίας. Αυτά.
Σε λίγο είχαν φτάσει
στη διεύθυνση που τους είχε δώσει ο Ανδοκίδης, στην Κηφισιά. Ένα απλό σπίτι, με
προσεγμένο και καθαρό κήπο, χωρίς κάγκελα με μια χαμηλή ασπρισμένη μάντρα
γύρω-γύρω.
-Εδώ είμαστε, είπε ο
Ζωναίος.
-Τι είναι το «εδώ»
ρώτησε ο Γιάννης.
-Μια διεύθυνση που
μας έδωσε ο Ανδοκίδης και τυχαίνει να την ξέρω, απάντησε ο αστυνόμος.
Κατέβηκαν όλοι απ’ το
αμάξι και προχώρησαν προς την είσοδο. Ο Ζωναίος φάνηκε να έχει ξανάρθει.
Χτύπησε την πόρτα και φώναξε δυνατά:
-Κυρία Ευτέρπη! Ο
αστυνόμος Ζωναίος είμαι! Ανοίξτε παρακαλώ!
Η σιδερένια πόρτα
άνοιξε κι εμφανίστηκε μια γυναίκα, γύρω στα 60, μαυροφορεμένη με ευγενικά
χαρακτηριστικά.
-Καλησπέρα αστυνόμε!
Νόμιζα ότι δε θα ξανάρθετε. Περάστε!
Η Ευτέρπη Ευκλείδου
ήταν μακρινή ξαδέλφη του Κλεισθένη. Όταν ο Κλεισθένης απέλυσε το προσωπικό του,
μετά από λίγο πέθανε κι ο άντρας της. Έτσι, ο πρώην βιομήχανος πρότεινε στη μακρινή
του ξαδέλφη να καθαρίζει το σπίτι, να φροντίζει για τα απαραίτητα κι έτσι να
κερδίζει τα προς το ζην, αυτές τις δύσκολες εποχές. Πιο παλιά δε διατηρούσαν και τις στενότερες συγγενικές σχέσεις. Ο Κλεισθένης ασχολούνταν με τις δουλειές του και τις
επιχειρήσεις του, η Ευτέρπη με τον άντρα της αφού δεν είχε παιδιά. Βέβαια ο
Κλεισθένης σαν άνθρωπος κοσμικός που ήταν φρόντιζε για τις τυπικότητες – χρόνια
πολλά στις γιορτές και τα σχετικά – αλλά η Ευτέρπη κι ο Ισίδωρος Κλεισθένης
ανήκαν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις που δεν «κόλλαγαν» μεταξύ τους. Η
κρίση όμως τα άλλαξε όλα αυτά και τους έφερε κοντά. Η μοίρα θέλησε να βρει η
Ευτέρπη τον Ισίδωρο νεκρό στο γραφείο του, εκείνη τη μέρα, όταν είχε πάει στο
σπίτι του βιομήχανου σε μια από τις συνηθισμένες της επισκέψεις.
-Κυρία Ευτέρπη, θα
εκμεταλλευτώ την καλοσύνη σας γιατί νομίζω ότι σας χρειάζομαι, είπε ο Ζωναίος.
-Αστυνόμε μου ό,τι
θέλετε. Τα παιδιά; Α! την κοπέλα την έχω ξαναδεί. Τι κάνεις παιδί μου; Η
Ευτέρπη την τελευταία φράση δεν την πρόφερε με τόση καλοσύνη, όπως τις άλλες.
Είχε αναγνωρίσει τη Μαίρη, την περιστασιακή συντροφιά του Κλεισθένη. Και το
«παιδί μου» είχε πολύ περιφρόνηση μέσα του, αταίριαστη με την κατά τα άλλα
ευγενική Ευτέρπη. Ίσως και μια ελαφριά ειρωνεία.
-Καλησπέρα σας,
απάντησε η Μαίρη. Καλά, ευχαριστώ.
-Θα τα πούμε όλα
σιγά-σιγά, είπε μαλακά ο αστυνόμος.
-Τότε να ετοιμάσω
κάτι να φάμε; Δεν έχω και πολλές επισκέψεις τελευταία και η αναπάντεχη απώλεια του
Ισίδωρου με στεναχωρεί. Θα χαρώ πολύ να τα πούμε τρώγοντας.
-Να μη σας βάλουμε σε
κόπο, είπε ο αστυνόμος ενώ ήδη καθόταν στο τραπέζι.
Το γεύμα ήταν
απολύτως λιτό, όπως το επέβαλλαν οι συνθήκες, αλλά όχι τόσο ώστε να μην ανοίξει
η συζήτηση.
-Κυρία Ευτέρπη,
λυπάμαι πολύ που θα σας ζητήσω να θυμηθείτε και πάλι δυσάρεστα συμβάντα και
μάλιστα ενώ μας περιποιείστε τόσο πολύ, αλλά πιστέψτε με έχω πολύ σοβαρούς
λόγους.
-Αστυνόμε, παρακαλώ!
Αν μπορώ να βοηθήσω σε κάτι… στεναχωριέμαι για τον καημένο τον Ισίδωρο, αλλά
αντέχω ακόμα.
Ο αστυνόμος συνέχισε:
-Είχατε ποτέ
αντιληφθεί κάποια ενασχόληση του Κλεισθένη με πολύτιμους λίθους; Ή κάποιες
επαφές του που να έχουν σχέση με τέτοια πράγματα;
Η Ευτέρπη, έκλεισε
για λίγο τα μάτια της, προσπαθώντας να φέρει εικόνες απ’ το παρελθόν.
-Ο Ισίδωρος δεν μιλούσε
ποτέ για τις δουλειές του. Ούτε τα τηλεφωνήματα και τις επαφές του τις έκανε
μπροστά μου. Όμως για τους πολύτιμους λίθους, τον τελευταίο χρόνο είχε κάτι
πάρε-δώσε, τώρα που το λέτε.
-Δηλαδή; Ο Ζωναίος
έριξε μπροστά το σώμα του να ακούσει καλύτερα.
-Πριν ένα χρόνο
περίπου ήρθε στη γιορτή του συχωρεμένου του άντρα μου ένας Ανδοκίδης, τον ήξερα
φατσικά γιατί δούλευε στον Ισίδωρο. Ήταν νομίζω σωματοφύλακας, συνοδός κάτι
τέτοιο.
Έφερε ένα κομπολόι
δώρο στον άντρα μου εκ μέρους του Ισίδωρου. Τον πήρα τηλέφωνο για να τον
ευχαριστήσω και με ρώτησε αν μ’ αρέσει ο αιματίτης γιατί από τέτοιες πέτρες
ήταν φτιαγμένο το κομπολόι. Του είπα ότι είναι πολύ καλό και μου εξήγησε ότι τα
φτιάχνει ο Ανδοκίδης χειροποίητα, με πέτρες που του έστελνε ο Ισίδωρος. Τότε
τον ρώτησα πως και ασχολήθηκε με πολύτιμους λίθους. Μου είπε ότι στο τελευταίο
του ταξίδι είχε γνωρίσει κάποιους ανθρώπους που του έστελναν πολύτιμους λίθους
και μαζί τους είχε μάθει πολύ χρήσιμα πράγματα γι’ αυτές τις πέτρες που μπορεί
κάποτε να του έσωζαν τη ζωή. Δεν είναι κρίμα που έφυγε πάνω από μια πολύτιμη
πέτρα; Τον βρήκα πεσμένο πάνω στο γραφείο του όταν μπήκα εκείνο το απόγευμα, με
ένα πετράδι στο χέρι… τι παιχνίδια παίζει η ζωή τελικά. Τραγικό δεν είναι;
-Σας είπε ότι οι
πολύτιμοι λίθοι θα του έσωζαν τη ζωή; Ρώτησε ο Ζωναίος
-Ναι. Το θυμάμαι πολύ
καλά.
-Κι ο Κλεισθένης σας
είπε για κάποιους που γνώρισε σε ένα ταξίδι;
-Ναι.
Ο Ζωναίος έβγαλε το
γνωστό μπλε τετράδιο και το μολύβι του και σημείωσε μια-δυο φράσεις.
-Μήπως θυμάστε και
κάτι άλλο σχετικό, τώρα που το συζητάμε; Ο Ζωναίος τώρα προσπαθούσε να πιέσει
την κακομοίρα την Ευτέρπη να πει περισσότερα. Η γυναίκα ξανάκλεισε τα μάτια και
φάνηκε να φέρνει στο μυαλό της εικόνες από το πρόσφατο παρελθόν. Πήρε μια
έκφραση φόβου και δισταγμού και συνέχισε, κομπιάζοντας όμως αυτή τη φορά:
-Αστυνόμε, νομίζω ότι
όπως ήρθαν τα πράγματα, τώρα που ο Ισίδωρος έφυγε, μπορώ να σας πω και κάτι που
δεν σας είπα στην πρώτη μας συνάντηση. Φοβάμαι πώς να το κρατώ μέσα μου δεν
έχει πια νόημα. Αν έκανα κάτι κακό, που σας το έκρυψα ας με κρίνετε εσείς με το
νόμο σας κι ο Θεός.
-Κυρία Ευτέρπη,
ξέρετε ότι κανείς δε σας κατηγορεί για τίποτα. Ο Ισίδωρος Κλεισθένης πέθανε από
την καρδιά του. Αυτό πια είναι τελεσίδικο και δεν ψάχνουμε έναν δολοφόνο. Όμως
φοβόμαστε ότι η υπόθεση με τους πολύτιμους λίθους δεν περιορίζεται στον
Κλεισθένη και στο θλιβερό γεγονός που του συνέβη. Μπορεί να απειλεί άλλους
ανθρώπους ή να πρόκειται για κάτι άλλο. Δεν ξέρουμε ακόμα και νομίζω ότι
μπορείτε να μας βοηθήσετε να μάθουμε. Ο Ζωναίος τώρα προσπαθούσε να διαλύσει
τους φόβους της Ευτέρπης για να μιλήσει όσο πιο άνετα μπορούσε.
-Αστυνόμε ακούστε.
Μια μέρα – πάει τώρα κανένας μήνας – πήγα στο σπίτι του Ισίδωρου. Άνοιξα με το
κλειδί που μου είχε δώσει, μπήκα μέσα και τον βρήκα να κοιμάται στον καναπέ του
σαλονιού. Έτσι, μπήκα πρώτα να καθαρίσω στο γραφείο του, γιατί σκέφτηκα ότι
ήταν ευκαιρία επειδή δε με άφηνε να το ξεβρομίζω αφού πάντα είχε δουλειά εκεί.
Τον θυμάμαι σαν τώρα που μου έλεγε: «Ευτέρπη μου, όχι απ’ το γραφείο μου,
ξεκίνα από κάπου αλλού και θα σε φωνάξω γλυκιά μου». Και τελικά δε με φώναζε
ποτέ γιατί δούλευε μέχρι αργά. Τέλος πάντων, μπαίνω στο γραφείο του να καθαρίσω
και βρίσκω μια ξύλινη θήκη ανοιχτή, με βελούδο μαύρο μέσα και ταχτοποιημένες
εκεί πέτρες λαμπερές και πολύχρωμες, που φώναζαν από μακριά ότι ήταν πολύτιμες
κι ακριβές. Λέω, δε θες να χαθεί καμία και να φωνάζει μετά ο Ισίδωρος; Είπα κι
εγώ να τις μαζέψω – ίσως δε σκέφτηκα σωστά εκείνη τη στιγμή – και όπως κάνω να
δω κάτω απ’ το ξύλινο κουτί βρήκα ένα σημείωμα με τα γράμματα του Ισίδωρου.
-Θυμάστε τι έγραφε το
σημείωμα; Τώρα ο Ζωναίος δεν έκρυβε την ανυπομονησία του.
-Ναι, ήταν μια
παράξενη φράση που έλεγε: «Οι 12 ζητούν τους 12». Μου φάνηκε τόσο ακατανόητη που
δεν μπορώ να την ξεχάσω.
-Πως ήταν το
σημείωμα; Σε απλό χαρτί σε κομμάτι χαρτί, πως; Ο Ζωναίος τώρα
παραβίαζε το υπηρεσιακό του πρωτόκολλο και γινόταν φορτικός
-Ένα απλό κομμάτι
χαρτί, χειρόγραφο, απάντησε λίγο περισσότερο τρομαγμένη η γυναίκα. Απ' τα χαρτιά που είχε πάνω στο γραφείο του ο Ισίδωρος για να σημειώνει...
-Κυρία Ευτέρπη, μου
επιτρέπετε να σας ρωτήσω κάτι; Ρώτησε ο Γιάννης. Ο Ζωναίος μόλις άκουσε τη φωνή
του Γιάννη κόντεψε να πνιγεί, καθώς έπινε λίγο νερό. Κοκκίνισε, έβηξε κι ο
Γιάννης εκμεταλλεύτηκε το κενό και ξαναρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση:
-Θυμάστε πόσες ήταν
οι θήκες για τους λίθους μέσα στο ξύλινο κουτί που μας είπατε;
-Σίγουρα 12. Σε
τέσσερις τριάδες. Το θυμάμαι πολύ καλά, απάντησε με σιγουριά η Ευτέρπη.
Στο μεταξύ ο Ζωναίος
είχε συνέλθει από το σοκ. Σηκώθηκε, έπιασε το Γιάννη και τη Μαίρη απ’ τους ώμους,
σχεδόν σηκώνοντάς τους δια της βίας, και είπε:
-Κυρία Ευτέρπη μου σας
ευχαριστούμε για όλα, αν θυμηθείτε κάτι άλλο την κάρτα μου την έχετε σωστά; Γεια
σας τώρα και πάλι ευχαριστούμε!
Λέγοντάς τα αυτά,
τράβηξε κυριολεκτικά προς την έξοδο τους δύο, η Ευτέρπη αιφνιδιάστηκε και μόλις
πρόλαβε να ψελλίσει ένα «αντίο» γνέφοντας, ενώ ήδη οι επισκέπτες της είχαν
επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο του Ζωναίου που έφευγε στριγγλίζοντας.
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
(Συνεχίζεται…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου