30 Νοε 2011

Δώδεκα Λίθοι: Διαμάντι


Ένα μίνι διαδικτυακό μυθιστόρημα σε συνέχειες...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΡΙΤΟ
Διαμάντι
Κάτω στο δρόμο εν τω μεταξύ, ο Γιάννης με τη Μαίρη έκαναν στην αρχή δυο -τρεις βόλτες γύρω απ΄το Υπουργείο με το αυτοκίνητο, η ώρα περνούσε και είπαν να ξεμακρύνουν λίγο προς το Πολεμικό Μουσείο. 
Η εικόνα στους δρόμους απογοητευτική όπως πάντα άλλωστε τα τελευταία χρόνια. 
-Πιστεύεις ότι θα βρουν κάτι;  ρώτησε κάποια στιγμή η Μαίρη.
-Δεν ξέρω. Μακάρι. Ο Γιάννης ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του. 
-Αλλά και πάλι, πολύ μπλέξιμο βρε παιδάκι μου. Ολλανδία, σου λέει και τρέχα-γύρευε. Και άραγε να μας παρακολουθούν ακόμα; Η Μαίρη επέμενε.
-Α! Αυτό το είχα ξεχάσει, απάντησε ο Γιάννης. Αλήθεια, τώρα το ξαναθυμήθηκα γιατί φύγαμε προχτές το βράδυ άρον-άρον. 
Ο Γιάννης κοίταξε απ΄τον καθρέφτη, για να δει τι γίνεται πίσω κι αν τους ακολουθεί κανείς.
-Δε βλέπω τίποτα. Εξάλλου πως να μας παρακολουθήσει; Δε θα το καταλαβαίναμε με ένα άλλο αυτοκίνητο θα είμαστε όλα κι όλα δύο στο δρόμο.
Δεν είχε άδικο, αφού η άλλοτε γεμάτη αμάξια λεωφόρος τώρα ήταν γεμάτη άστεγους. Τα αυτοκίνητα είχαν αραιώσει πολύ, εδώ και καιρό. 

Ξαφνικά ο Γιάννης πάτησε απότομα το φρένο. Το αυτοκίνητο τραντάχτηκε, η Μαίρη κόντεψε να φύγει απ΄το παρμπρίζ και ο Γιάννης έκανε αναστροφή καθώς τα λάστιχα έτριξαν στο δρόμο. Ένα μπουλούκι αστέγων απ΄το πεζοδρόμιο σκορπίστηκε φωνάζοντας, κι ο Γιάννης κατέβαινε τώρα τη Βασιλίσσης Σοφίας με μεγάλη ταχύτητα.
-Γιάννη! Τι έγινε τώρα; Ούρλιαξε η Μαίρη.
-Να...εκεί! είπε ο Γιάννης χωρίς να πάρει τα μάτια του απ΄το δρόμο, δείχνοντας μπροστά.

Μια μαύρη λουστραρισμένη λιμουζίνα είχε παρκάρει στην άκρη του δρόμου μπροστά τους. 
Ο Γιάννης σταμάτησε πίσω της.
-Μην κατέβεις, είπε στη Μαίρη, άφησε τη μηχανή αναμμένη και κατέβηκε απ΄το αυτοκίνητο.

Πλησίασε τη λιμουζίνα. Στο πίσω κάθισμα διέκρινε μέσα απ΄τα σκούρα τζάμια έναν άντρα, ο οδηγός ήταν στη θέση του και δίπλα απ΄το αυτοκίνητο είχαν σταθεί δυο πανύψηλοι τύποι, ντυμένοι με μαύρα κουστούμια. Τους αναγνώρισε. Ήταν οι τύποι του επεισοδίου με τον αμέθυστο, στην πλατεία Συντάγματος λίγες μέρες πριν. Ο Γιάννης πλησίασε κι άλλο. Ο τύπος απ΄το πίσω κάθισμα κατέβασε το τζάμι και εμφανίστηκε στο παράθυρο. 
-Καλημέρα! είπε ο μουσάτος. Πραγματικά ήταν ο μουσάτος του επεισοδίου.
Ο Γιάννης τον κοίταζε αμήχανος. Με όλα αυτά που είχαν συμβεί, δεν ήξερε τι να κάνει. Περίμενε τα χειρότερα.
-Με θυμάσαι ασφαλώς! συνέχισε ο μουσάτος.
-Ναι... απάντησε ο Γιάννης ψελλίζοντας.
-Έλα...έλα πέρασε στο αμάξι. Ο τύπος επέμενε και άνοιξε την πόρτα.
Ο Γιάννης έριξε μια ματιά στη Μαίρη, που φαινόταν να έχει τρομάξει πολύ και του έκανε απελπισμένα νοήματα να φύγουν. Ο Γιάννης της έγνεψε ότι ήταν εντάξει. Μπήκε στο αμάξι και κάθισε δίπλα απ΄το μουσάτο.
-Την προηγούμενη φορά δεν προλάβαμε να συστηθούμε ή καλύτερα δεν ήταν κατάλληλες οι στιγμές για να το κάνουμε: Μίλτος Λαμπωτάς.
-Γιάννης...
-Λοιπόν, Γιάννη νομίζω ότι έτσι όπως γνωριστήκαμε δεν ήταν πρέπον, θα ήταν καλό να ξαναγνωριστούμε. 
Ο Γιάννης τα ΄χασε. Αλλά ο μουσάτος συνέχισε.
-Γιατί δεν έρχεται και η κοπέλα; Μαίρη νομίζω...κι έκανε νόημα στους σωματοφύλακες να φωνάξουν και τη Μαίρη. 
Ο Γιάννης της έκανε νόημα ότι όλα είναι καλά, έτσι αισθανόταν τουλάχιστον και σε λίγο η Μαίρη καθόταν μαζί τους στη λιμουζίνα. Ο Μίλτος Λαμπωτάς παράγγειλε καφέδες και σάντουιτς στους γορίλες του, αυτοί τα έφεραν αμέσως και μετά την πρώτη ρουφηξιά καφέ ο μέχρι πριν λίγο άγνωστος μουσάτος άρχισε να διηγείται μια παράξενη ιστορία. Στη γραβάτα του λαμπύριζε ένα πανάκριβο διαμάντι. Το ίδιο και στο μπαστούνι που κρατούσε. Άλλα δυο μικρά διαμάντια κοσμούσαν τα μανικετόκουμπά του. Ο τύπος ήταν ένα κινητό αδαμαντωρυχείο. Αλλά η ιστορία που διηγήθηκε ήταν ακόμη πιο πολύτιμη. 
(Συνεχίζεται...)

27 Νοε 2011

Δώδεκα Λίθοι: Ζαφείρι


Ένα μίνι διαδικτυακό μυθιστόρημα σε συνέχειες...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΡΙΤΟ
Ζαφείρι
Μαζεύτηκαν όλοι πάνω απ΄το παλιό ημερολόγιο. Για άλλη μια φορά το μυστήριο των πολύτιμων  λίθων γινόταν πιο σκοτεινό, μολονότι άλλο ένα στοιχείο βρισκόταν μπροστά τους. 
-Λοιπόν, τι λέτε; ρώτησε ο Αριστογένης. 
-Σίγουρα, είπε ο Γιάννης, η ιστορία με τους πολύτιμους λίθους είναι πολύ πιο βαθιά απ΄ότι σκεφτόμασταν. Και τώρα; τι κάνουμε; Πάμε στην Ολλανδία; κι έβαλε τα γέλια. Η κατάσταση έφτανε σε αδιέξοδο.
-Μπορούμε πάντως να κάνουμε κάτι πιο απλό, παρατήρησε ο Ζωναίος.
-Τι σκέφτεσαι αστυνόμε; αναρωτήθηκε ο Αριστογένης.
-Αν καταλαβαίνω καλά, αυτή η Ολλανδική πόλη πρέπει να συνδέεται με το ζήτημα των πολύτιμων λίθων. Ο πατέρας σας μας δίνει ένα μήνυμα, αφού μπήκε στον κόπο να ζωγραφίσει αυτά τα σχέδια στο ημερολόγιό του. Λοιπόν, η ξαδέρφη του Κλεισθένη μας είχε πει ότι ο Κλεισθένης στο εξωτερικό είχε με κάποιο τρόπο μυηθεί στο θέμα των λίθων. Το βρίσκω πολύ φυσικό να υποθέσω ότι αυτό έγινε στην Ολλανδία. Λοιπόν, που θα μπορούσαμε να μάθουμε για όλα αυτά; Που θα μπορούσαν να υπάρχουν στοιχεία για εισαγωγές πολύτιμων λίθων από τόσο παλιά, ποιοι συνδέονται μ΄αυτό και τέλος πάντων ό,τι θα μπορούσε να μας ενδιαφέρει; Προτείνω λοιπόν Υπουργέ μου να μας βοηθήσετε να τα βρούμε όλα αυτά. Να τι σκέφτομαι. Είπε ο Ζωναίος, με μια ανάσα.
-Δηλαδή, στο Υπουργείο Εξωτερικών; ρώτησε ο Αριστογένης;
-Ναι, ακριβώς! Στη Διεύθυνση Εμπορικών Σχέσεων! Τώρα ο Ζωναίος χαιρόταν.
-Καλή η ιδέα σου αστυνόμε αλλά τι θα κάνουμε παραπέρα; ρώτησε ο Γιάννης
-Τι εννοείς; ο Ζωναίος στράφηκε προς το Γιάννη.
-Ας υποθέσουμε ότι βρίσκουμε και στοιχεία και ονόματα και διάφορα. Τι θα κάνουμε; Θα συλλάβετε κάποιον για εισαγωγή πολύτιμων λίθων; Επίσης ας υποθέσουμε ότι βρίσκουμε κάποιον απ΄τους δώδεκα τύπους που παίζουν το σερίφη της πόλης. Τι θα κάνουμε; Θα τον συλλάβετε και μετά θα περιμένουμε να παραδοθούν άλλοι έντεκα; Γίνονται αυτά σήμερα; Ο Γιάννης μοιράστηκε την απαισιοδοξία του με τους υπόλοιπους.
Ο Ζωναίος έβαλε τα γέλια και οι υπόλοιποι τον κοίταξαν με απορία. 
-Έχω ένα σχέδιο, τους είπε κλείνοντας το μάτι. Αλλά καλύτερα να δούμε πρώτα τι στοιχεία υπάρχουν και μετά θα σας πω τι θα κάνουμε! Ο αστυνόμος φαινόταν πολύ σίγουρος.
-Ωραία λοιπόν. Κοιμάστε εδώ το βράδυ κι αύριο το πρωί ξεκινάμε για Αθήνα, για το Υπουργείο. Δεν πιστεύω να μην θυμούνται έναν παλιό τους φίλο...ήταν η σειρά του Αριστογένη να αστειευτεί.
Είχε ξημερώσει όταν ο Ζωναίος με τον Αριστογένη ξύπνησαν το Γιάννη και τη Μαίρη που κοιμόντουσαν ακόμα στο ισόγειο. 
-Θα πάρουμε το πρωινό μας στο δρόμο, είπε ο Αριστογένης που τους έδειξε ένα σακουλάκι που είχε προετοιμάσει και κρατούσε, προφανώς με φαγώσιμα. Φαινόταν τόσο αστείο το θέαμα του πρώην Υπουργού που τώρα είχε φορέσει κουστούμι, γραβάτα και τα ασημένια του μανικετόκουμπα, να κρατάει ένα σακουλάκι με πρόχειρο φαγητό αντί για ένα χαρτοφύλακα.
-Θα πάμε με το βανάκι; ρώτησε ο Ζωναίος; Δε θα μας πάει ούτε δέκα χιλιόμετρα...ο αστυνόμος μάλλον δεν είχε λογαριάσει καλά το θέμα της μετακίνησης.
-Αστυνόμε, θα πάμε με το δικό μου αυτοκίνητο, απάντησε ο Αριστογένης, που είχε ήδη ανοίξει την πόρτα. 
Στο πλάι της αγροικίας του Αριστογένη, ήταν καλυμμένο με μια κουκούλα παμπάλαιη, ένα αυτοκίνητο. Σε λίγο έτρεχαν στην εθνική προς Αθήνα.
 Έφτασαν έξω απ΄ το Υπουργείο Εξωτερικών λίγο πριν το μεσημέρι. Σε τίποτα δε θύμιζε το κτίριο στη Βασιλίσσης Σοφίας το παλιό Υπουργείο. Με γκράφιτι στους τοίχους, σπασμένα τζάμια και πρόχειρα επισκευασμένα με αυτοκόλλητες ταινίες και χαρτόνια, ξεχαρβαλωμένη η εξώπορτα, δυο αστυνομικοί βαριεστημένοι να κάθονται μπροστά στην είσοδο αδιαφορώντας για οτιδήποτε, ρακένδυτοι υπάλληλοι να μπαινοβγαίνουν και τριγύρω το γνώριμο πλήθος των αστέγων.
Ο Αριστογένης πάρκαρε το αυτοκίνητο μπροστά ακριβώς στην είσοδο και είπε:
-Γιάννη θα πάρεις το αυτοκίνητο και θα φύγετε. Θα κάνετε βόλτες και θα γυρίσετε σε μια ώρα. Εγώ με το Ζωναίο θα ανέβουμε πάνω και δεν θα κατέβουμε αν δεν σας δούμε. Θα περιμένετε δύο τρία λεπτά και μετά αν δεν κατέβουμε θα ξανακάνετε βόλτες και ανά μισή ώρα θα περνάτε από εδώ. Εντάξει; Κατάλαβες;
-Εντάξει απάντησε ο Γιάννης.
Κατέβηκαν, ο Αριστογένης με το Ζωναίο μπήκαν στο Υπουργείο και ο Γιάννης κάθισε στη θέση του οδηγού και δίπλα του η Μαίρη. Έβαλε μπροστά και έφυγαν.
Ο Αριστογένης με το Ζωναίο ανέβηκαν τις σκάλες, ούτε λόγος πια για ασανσέρ και  όπως έδειχναν τα πράγματα ούτε και για καθαρίστριες, έφτασαν στο δεύτερο όροφο κι ο Αριστογένης έδειξε στο Ζωναίο ότι χρειαζόταν μια ανάσα.
Προχώρησαν στο μισοσκότεινο διάδρομο και έφτασαν μπροστά από μια πόρτα που η χειρόγραφη πινακίδα πρόδιδε ότι πίσω της βρισκόταν η Διεύθυνση Εξωτερικού Εμπορίου. Ο Αριστογένης μπήκε χωρίς να χτυπήσει και τον ακολούθησε ο Ζωναίος. Στο βάθος του γραφείου, προς τη μεριά των παραθύρων ,ήταν σκυμμένος ένας άντρας πάνω στα χαρτιά του αλλά μάλλον κοιμόταν γιατί ήταν ακίνητος και όπως προχώρησαν είδαν ότι είχε τα μάτια του κλειστά.
Ο Αριστογένης τον ακούμπησε μαλακά στην πλάτη, ο υπάλληλος ξύπνησε, ταράχτηκε αλλά μόλις είδε τον Αριστογένη σηκώθηκε πάνω, έσιαξε το φθαρμένο του κουστούμι, στάθηκε ίσια και με μια ελαφρά υπόκλιση είπε:
-Υπουργέ μου! Πως είστε! έτεινε το χέρι του κι ο Αριστογένης ανταπέδωσε αμέσως τη χειραψία.
-Βασίλη...τι κάνεις; Χρόνια έχω να σε δω! ρώτησε ο πρώην Υπουργός.
-Τι να κάνω Υπουργέ μου, τα βλέπετε...έσκυψε το κεφάλι σαν να ήθελε να απολογηθεί ο ίδιος για τη γνωστή κατάσταση. 
Ο Αριστογένης άλλαξε αμέσως το κλίμα.
-Αστυνόμε να σου συστήσω τον κύριο Βασίλη Πείσανδρο, ανώτερο υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών και κάτοχο διδακτορικού στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, τα λέω σωστά Βασίλη ή έχασα κάτι;
-Πολύ σωστά κύριε Υπουργέ...όπως πάντα! απάντησε ο υπάλληλος.
-Χάρηκα πολύ, αντέτεινε ο Ζωναίος και χαιρέτησε τον Πείσανδρο.
-Και τώρα Βασίλη, θέλουμε τη βοήθειά σου για ένα θέμα πολύ σοβαρό. Αλλά λυπάμαι που δεν μπορώ να σου πω πολλές λεπτομέρειες, πρέπει όμως να με πιστέψεις ότι πρόκειται για ζήτημα με πολλές και εξαιρετικά επικίνδυνες προεκτάσεις. Ο Αριστογένης είχε βάλει μπροστά τη διπλωματική γλώσσα.
-Ό,τι θέλετε Υπουργέ μου κι ό,τι περνάει απ΄το χέρι μου. Πείτε μου. Η απάντηση του Πείσανδρου ήταν πολύ ενθαρρυντική.
-Βασίλη παιδί μου, θέλω να δεις τα αρχεία σου και να μας βρεις ό,τι στοιχείο έχεις στο Υπουργείο για πολύτιμους λίθους σε σχέση με μια διεύθυνση στην Ολλανδία και τον Ισίδωρο Κλεισθένη τον πρώην βιομήχανο. Αυτά μπορώ να σου πω για τώρα. Ο Αριστογένης είχε περιγράψει με λίγα λόγια ό,τι χρειαζόταν.
-Βεβαίως Υπουργέ μου, ό,τι θέλετε, είπε ο Πείσανδρος, κοιτάζοντας το χαρτάκι με την Ολλανδική διεύθυνση που του έδινε τώρα ο Αριστογένης. Οπότε επιτρέψτε μου για λίγο και θα γυρίσω με κάθε στοιχείο που υπάρχει στο αρχείο μας. Στο μεταξύ λυπάμαι που δεν έχω να σας προσφέρω κάτι εκτός από νεράκι...
-Μην ανησυχείς Βασίλη, θα είμαστε εντάξει είπε ο Αριστογένης με κατανόηση.
Ο Πείσανδρος βγήκε απ΄ το γραφείο. Η ώρα περνούσε κι ο Αριστογένης κοιτούσε απ΄το παράθυρο με ανυπομονησία. 
Κάποια στιγμή ο Πείσανδρος επέστρεψε, χωρίς το σακάκι του αυτή τη φορά, κουβαλώντας ένα χαρτοκιβώτιο σκονισμένο. 
-Υπουργέ μου εδώ είναι όλα! Αναφώνησε χαρούμενος, όσο χαρούμενος μπορεί να δείχνει ένας ταλαιπωρημένος, κακοπληρωμένος και πεινασμένος διπλωματικός.
Ο Αριστογένης έβαλε τα γυαλιά του κι ο Ζωναίος πλησίασε στο γραφείο που ο Πείσανδρος ακούμπησε το χαρτοκιβώτιο. Άρχισαν να βγάζουν ένα-ένα τα έγγραφα και τo υπόλοιπο περιεχόμενο του κουτιού. Έγγραφα κιτρινισμένα, όπου κατέγραφαν επαφές υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών με συναδέλφους τους Ολλανδούς και αφορούσαν τις μεταφορές πολύτιμων λίθων από το Ολλανδικό Ζβόλε στην Αθήνα. Ονόματα, πρακτικά συσκέψεων, λεπτομέρειες που αφορούσαν κάθε τι σχετικό, από την ασφαλή μεταφορά των λίθων μέχρι τον ορισμό εμπειρογνωμόνων για τον καθορισμό της αξίας, του είδους και των στοιχείων του κάθε φορτίου λίθων. Φαίνεται ότι το Υπουργείο είχε δώσει πολύ μεγάλη σημασία στο θέμα. 
Ο Βασίλης Πείσανδρος έβγαλε απ΄το σωρό των χαρτιών ένα χάρτινο κουτάκι κι ένα έγγραφο μάλλον συνοδευτικό του.
-Να, κι ένα δώρο που έκανε η Ολλανδική εταιρεία με τους πολύτιμους λίθους στον δικό μας εκπρόσωπο σε μια σύσκεψη. Ο Πείσανδρος άνοιξε το κουτάκι που μάλλον είχε ξεχαστεί κλειστό, θύμα της αμείλικτης γραφειοκρατίας. Απ΄το κουτάκι βγήκε μια γαλάζια λάμψη, αντανάκλαση στο φως που έμπαινε απ΄το παράθυρο.
-Ένα ζαφείρι. Διαπίστωσε ο Αριστογένης.
-Πράγματι είπε ο Πείσανδρος. Τι ειρωνεία...ένας μικρός θησαυρός στα αρχεία μας. Και τον ανακαλύπτουμε τώρα...κρίμα!
-Κύριοι, δε νομίζετε ότι πρέπει να βάλουμε μια τάξη στα ευρήματά μας; Ο Ζωναίος  προσπαθούσε να συμμαζέψει το χάος απ΄τα έγγραφα που στο μεταξύ είχαν διασκορπιστεί δεξιά κι αριστερά στο γραφείο του Πείσανδρου.
-Δίκιο έχεις, είπε ο Αριστογένης. Αλλά νομίζω ότι μόλις βρήκα κάτι απίστευτα ενδιαφέρον! Κρατούσε στο χέρι του ένα ντοσιέ, που το είχε ήδη ανοίξει κι ενώ τα γυαλιά του κόντευαν να του φύγουν απ΄την ταχύτητα που το κεφάλι του κουνιόταν δεξιά-αριστερά καθώς διάβαζε το περιεχόμενο.
(Συνεχίζεται...)


25 Νοε 2011

Δώδεκα Λίθοι: Ρουμπίνι

Ένα μίνι διαδικτυακό μυθιστόρημα σε συνέχειες...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΡΙΤΟ
Ρουμπίνι
Ο Αριστογένης έμεινε για κάμποσο αμίλητος κοιτάζοντας έξω απ΄το παράθυρο. Κάποια στιγμή μίλησε:
-Να σας βοηθήσω αστυνόμε, αλλά πως; Δε βλέπεις τι γίνεται; Μια Αθήνα αγνώριστη, με χιλιάδες άστεγους, δυστυχισμένους, σκοτεινή, κατεστραμμένη σαν να πέρασε από πάνω της ένας τεράστιος οδοστρωτήρας, η αστυνομία να επιβλέπει απλά τον κόσμο στις ουρές των συσσιτίων, η Κυβέρνηση εξαφανισμένη. Μια Ελλάδα πάμφτωχη, ο κόσμος υποφέρει απ΄το κρύο και τις αρρώστιες και την πείνα. Κοιτάξτε τους εαυτούς σας. Ένας αστυνόμος χωρίς αστυνομία, ένας άστεγος και μια κοπέλα τρομαγμένη. Κι εγώ; Ένας γέρος, μόνος του στη μέση του πουθενά. Να σας βοηθήσω σε τι; Να ανακαλύψετε δώδεκα εκπαιδευμένους εγκληματίες που ένα παράλογο, θεότρελλο σχέδιο τους εξαπόλυσε μέσα σ΄αυτήν την κατεστραμμένη πόλη και στην διαλυμένη κοινωνία; Που διαθέτουν πρόσβαση σε όποια δυνατότητα έχει απομείνει στη χώρα; Τι πιθανότητες επιτυχίας έχουμε αστυνόμε; Και ποιον ενδιαφέρει; Θα προσφέρει κάτι στον κόσμο αν συλλάβεις τους δώδεκα; Θα φτιάξει σε κάτι η ζωή των ανθρώπων; Πες μου αστυνόμε. 

Ο Ζωναίος τον κοίταζε αμίλητος. Ο Γιάννης με τη Μαίρη ήταν κι αυτοί όρθιοι σε μια γωνιά, αγκαλιασμένοι.
-Έξι. Είπε σε κάποια στιγμή ο Γιάννης για να σπάσει τη σιωπή που ακολούθησε.
-Τι έξι; ρώτησε ο Ζωναίος.
-Οι πολύτιμοι λίθοι που έχουμε όλοι μαζί τώρα.Έξι: Ο αμέθυστος στο μενταγιόν μου, το τοπάζι της Μαίρης, ο Λάπις Λάζουλι ο δικός σας αστυνόμε στο κομπολόι, το Μάτι της Τίγρης που μας έριξαν τη νύχτα, ο οψιδιανός απ΄ το γραφείο σας και το Σμαράγδι του κυρίου Επικύδη πάνω στο τραπέζι μπροστά μας. Έξι. 

-Το έχω για προστασία, νόμιζα ότι καταλάβατε το λόγο, απολογήθηκε ο Αριστογένης χωρίς να γυρίσει προς το μέρος των επισκεπτών του.
-Ναι αλλά μόλις γίνουν δώδεκα τα πετράδια μας είπατε ότι...δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της η Μαίρη και το βλέμμα της έπεσε στο χέρι του Αριστογένη και είπε:
-Το έβδομο πετράδι το φοράτε στο δάχτυλο κύριε Επικύδη.

Ο Αριστογένης, αμήχανα κοίταξε το μικρό  δάχτυλο του δεξιού του χεριού. Πράγματι φορούσε ένα δαχτυλίδι χρυσό μ΄ένα μεγάλο κόκκινο πετράδι πάνω του.
-Ναι, το είχα ξεχάσει το δαχτυλίδι, ρουμπίνι είναι η πέτρα, οικογενειακό κειμήλιο είπε ο Αριστογένης και πριν αποσώσει τη φράση του, άρχισε να τρέχει προς τις σκάλες που οδηγούσαν μάλλον στον πάνω πάτωμα της μικρής αγροικίας. Σε λίγο, ο Αριστογένης Επικύδης κατέβηκε με ένα ύφος θριαμβευτικό, κρατώντας στα χέρια ένα μικρό βιβλιαράκι, με σκληρό καφετί εξώφυλλο.
-Δεσποινίς μου, αν μου το επιτρέπατε θα σας φιλούσα, είπε με χαμογελαστό ύφος και πριν προλάβει η Μαίρη να απαντήσει της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Έπειτα, έδειξε στους επισκέπτες του να ξανακαθήσουν και κάθησε κι ο ίδιος. Ήπιε ένα ολόκληρο ποτήρι με νερό και φάνηκε ότι ήταν έτοιμος να εξηγήσει το λόγο της μικρής αναστάτωσης.
-Φίλοι μου, το δαχτυλίδι αυτό όπως σας είπα είναι οικογενειακό κειμήλιο, το κληρονόμησα απ΄τον πατέρα μου, όπως κι αυτό το βιβλίο. Η παρατήρηση της Μαίρης μου άνοιξε τα μάτια και τη σκέψη, αφού μου θύμισε την ύπαρξή του. Σ΄αυτό το βιβλίο ο μακαρίτης ο πατέρας μου έγραφε τις σκέψεις του, τα ραντεβού του, κάθε τι που του έκανε εντύπωση, ένα είδος ημερολογίου ας πούμε.
Οι τρεις επισκέπτες του Αριστογένη κοιτάχτηκαν μεταξύ τους χωρίς να καταλαβαίνουν τι σχέση είχε το ημερολόγιο του πατέρα του πρώην Υπουργού με την υπόθεση των λίθων. Ο Αριστογένης κατάλαβε την αμηχανία και την απορία τους, χαμογέλασε και συνέχισε.
-Ο πατέρας μου ήταν ένας ευκατάστατος, πλούσιο θα τον λέγαμε, από κληρονομιά του παππού μου, καθηγητής της Φιλοσοφίας. Τον συμβουλεύονταν κι εκείνον οι πολιτικοί και οι ισχυροί της εποχής του, όποτε ήθελαν μια γνώμη ενός ανθρώπου τίμιου και σοφού. Μέσα λοιπόν στο ημερολόγιο αυτό έγραφε τις επαφές του, τις απόψεις του, τις γνώμες του και πολλά άλλα. Θυμήθηκα λοιπόν κάτι που είχα διαβάσει σ΄αυτό το ημερολόγιο πολύ παλιά. Γράφει ο πατέρας μου κάπου 50 ή 60 χρόνια πριν από σήμερα, ότι ήρθαν στο σπίτι να τον επισκεφθούν δυο πολύ σημαντικά πρόσωπα της εποχής του. Δεν τα κατονομάζει, αλλά επισημαίνει ότι ήταν οι δυο πιο ισχυροί άνδρες της χώρας εκείνη την περίοδο. Και του είπαν ότι αν κάτι πολύ άσχημο συνέβαινε στην Ελλάδα, είχαν οργανώσει κάποιο σχέδιο οικονομικό και κοινωνικό ώστε να επιβιώσει ένα μεγάλο μέρος των πολιτών. Δεν του εξήγησαν ακριβώς τι και πως αλλά ήθελαν να ξέρει μια συγκεκριμένη διεύθυνση στο εξωτερικό, να την εμπιστευθούν δηλαδή στον ίδιο κι αυτός με τη σειρά του σε δικά του έμπιστα άτομα. Γράφει επίσης στο ημερολόγιο ο πατέρας μου ότι του είπαν πως αυτή η διεύθυνση δεν πρέπει να γίνει γνωστή παρά μόνο σε ανθρώπους που ο πατέρας μου θα εμπιστευόταν τόσο πολύ όσο και οι δυο άνθρωποι αυτοί, τον ίδιο τον πατέρα μου. Και τη διεύθυνση αυτή τη γράφει εδώ μέσα! Βρίσκεται κάπου στην Ολλανδία, σε μια πόλη βόρεια του Άμστερνταμ, το Ζβόλε.
-Και τι σχέση έχει Υπουργέ μου αυτή η ιστορία με τους πολύτιμους λίθους, τους δώδεκα κι όλα αυτά που συζητάμε; ρώτησε ο Ζωναίος, φοβούμενος μήπως ο τέως Υπουργός είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του.
-Και βέβαια έχει. Δηλαδή πρέπει να έχει, είπε ο Αριστογένης που όση ώρα μίλαγε έψαχνε στο ημερολόγιο του πατέρα του. Δείτε!
Άνοιξε το ημερολόγιο σε μια συγκεκριμένη σελίδα. Πράγματι υπήρχε γραμμένη μια διεύθυνση με λατινικούς χαρακτήρες, κάπου στην Ολλάνδία. Αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι μάλλον το ίδιο χέρι στο περιθώριο και τριγύρω είχε ζωγραφίσει δώδεκα μικρά ρομβάκια, που έμοιαζαν με πολύτιμους λίθους!
(Συνεχίζεται...)

 

23 Νοε 2011

Δώδεκα Λίθοι: Σμαράγδι


Ένα μίνι διαδικτυακό μυθιστόρημα σε συνέχειες...


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Σμαράγδι
Ο Αριστογένης Επικύδης ήταν πολύ γνωστό και "βαρύ" όνομα στην ελληνική κοινωνία του 2021. Είχε εκλεγεί ακαδημαϊκός για τις έρευνές του στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, ήταν σεβαστός και αποδεκτός από τον κόσμο αλλά και από πολλούς πολιτικούς και τοποθετήθηκε Υπουργός Δημόσιας Τάξης λίγο πριν ξεσπάσει το μεγάλο κύμα της Κρίσης που ανέτρεψε την πραγματικότητα που είχαν μέχρι τότε συνηθίσει οι πολίτες της χώρας. Κάθισε στο Υπουργείο λιγότερο από έξι μήνες και μετά παραιτήθηκε. Το ενδιαφέρον είναι ότι ταυτόχρονα αποσύρθηκε από κάθε κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα. Εξαφανίστηκε κυριολεκτικά.
Τώρα όμως, ήταν εκεί μπροστά τους φορώντας πυτζάμες και χαμογελώντας.
Ο Ζωναίος, η Μαίρη και ο Γιάννης μπήκαν, ο Αριστογένης τους πρόσφερε καφέ και κουλουράκια και κάθισαν όλοι μαζί στο μικρό, αγροτικό θα το έλεγε κανείς, σαλονάκι που ήταν όμως προσεγμένο και διακοσμημένο με τα αναμνηστικά μιας πολύ πλούσιας επιστημονικής καριέρας με ολίγη από πολιτική. 
-Ζωναίε, δεν πίστευα να σε ξαναδώ από τότε! είπε φανερά χαρούμενος ο Αριστογένης.
Ο Ζωναίος εξήγησε ότι όταν ο Αριστογένης ήταν Υπουργός τον είχε διαλέξει για υπασπιστή του. 
-Ήταν καλές στιγμές κύριε Υπουργέ, αναπόλησε ο αστυνόμος. Που να ξέραμε τι μας περίμενε.
-Δυστυχώς, Ζωναίε, κάποιοι ξέραμε. Και κάποιοι ήξεραν απάντησε ο Αριστογένης. Αλλά σε τι οφείλω αυτήν την ανέλπιστη αλλά εξαιρετικά ευχάριστη επίσκεψη; 
-Υπουργέ μου, είστε άνθρωπος που εκτιμώ, θαυμάζω και εμπιστεύομαι, ξεκίνησε ο Ζωναίος. Θα ήθελα να μας βοηθήσετε σ' ένα ζήτημα εξαιρετικά περίπλοκο, μάλλον επικίνδυνο, εξόχως μυστήριο και...εδώ έψαξε να βρει κάποιες λέξεις ο Ζωναίος αλλά μάλλον δεν τα κατάφερε καλά...και τέλος πάντων νομίζω ότι μόνο εσείς μπορείτε να μας πείτε κάτι παραπάνω.
-Πολύ ευχαρίστως, αν μπορώ να συνδράμω, απάντησε ο Αριστογένης. Ξέρεις πόσο σε συμπαθώ Ζωναίε και θα κάνω ό,τι μπορώ. Σ' ακούω λοιπόν.
Ο Ζωναίος του εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τι είχε συμβεί σ' αυτόν και στο Γιάννη με τη Μαίρη τις τελευταίες μέρες.
Ο Αριστογένης, όταν ο Ζωναίος τέλειωσε την αφήγηση,  πήρε μια έκφραση σχεδόν πόνου. Ο Ζωναίος ταράχτηκε:
-Υπουργέ μου είστε καλά; Θέλετε κάτι;
-Όχι, καλά είμαι τους διαβεβαίωσε ο Αριστογένης, ήπιε λίγο νερό και έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μετά, σηκώθηκε απ΄τη θέση του, έλειψε για λίγο και γύρισε μ΄ ένα ξύλινο σκαλιστό κουτάκι στο χέρι. Το άνοιξε και αποκάλυψε ένα σκουροπράσινο πετράδι.
-Έχετε μπροστά σας ένα σμαράγδι. Είπε ο Αριστογένης. Κι έχετε μπροστά σας κι έναν πρώην Υπουργό που η τύχη θέλησε να ξέρει και ο Θεός τον λυπήθηκε και του επέτρεψε να εξομολογηθεί γι' αυτά που ξέρει.
Η συντροφιά πάγωσε. Δεν περίμεναν ότι ο Αριστογένης Επικύδης θα πρόσθετε όχι μόνο τη σοφία, την πείρα και τις διασυνδέσεις του αλλά και κάτι ουσιαστικά σημαντικό για την υπόθεση με τους πολύτιμους λίθους.
-Δυο χρόνια πριν, όταν αρχίσαμε κάποιοι να καταλαβαίνουμε το μέγεθος της κρίσης και αυτό που ερχόταν για τη χώρα μας, μαζευτήκαμε να το συζητήσουμε σε πολύ στενό κύκλο. Καταλαβαίνετε ότι δεν μπορώ να αναφερθώ σε ονόματα αλλά μπορείτε να αντιληφθείτε το επίπεδο των προσώπων. Απλώς θα σας πω ότι ήμασταν κάπου επτά ή οκτώ άτομα. Για να μη μακρηγορήσω, το συμπέρασμα που καταλήξαμε ήταν τρομακτικό: η χώρα δε θα μπορούσε να υποστηρίξει οικονομικά το σύνολο των κατοίκων. Δραματικό. Ακόμα κι αν πουλούσαμε το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, ακόμα κι αν κάναμε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό ήταν αδύνατο να σώσουμε ό,τι νομίζαμε μέχρι τότε αυτονόητο. Ο λιμός ερχόταν. Έπρεπε να πάρουμε αποφάσεις. Έπεσαν διάφορες ιδέες στο τραπέζι. Καταλήξαμε ότι θα ήταν λάθος να ρίξουμε όλους τους ελάχιστους διαθέσιμους πόρους, τα τρόφιμα και τα λίγα χρήματα, τα φάρμακα ή τα άλλα απαραίτητα είδη σε μια μόνο κοινωνική ή ηλικιακή ομάδα. Έπρεπε να το κάνουμε τυχαία, διάσπαρτα μέσα σ' όλη την κοινωνία αλλά και βέβαια κάπως αναλογικά, λιγότερα να παίρνουν οι πιο πλούσιοι περισσότερα οι πιο φτωχοί, αλλά και πάλι χωρίς να διαταράξουμε τις διαφορές και μάλιστα μέσα σε τόσο μεγάλη κρίση, δηλαδή να κάνουμε ξαφνικά κάποιους πλούσιους εκεί που ήταν πάμφτωχοι ή το ανάποδο.
Ο Ζωναίος η Μαίρη κι ο Γιάννης άκουγαν έκπληκτοι την ιστορία του Αριστογένη. Κι αυτός, σαν να διηγούνταν ένα παραμύθι κι όχι την πρόσφατη αληθινή ιστορία της χώρας, συνέχισε:
-Κάποιοι είπαν να χρησιμοποιήσουμε διάφορα στοιχεία, αριθμούς ταυτότητας ή μητρώα ή άλλους αριθμούς αλλά και πάλι υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν κάτι τέτοιο. Κάποιοι είχαν διαβατήριο κι όχι ταυτότητα κάποιοι τίποτα απ' τα δύο και διάφορα άλλα προβλήματα. Βλέπετε έπρεπε να πάρουμε μια συνολική απόφαση. Έπρεπε να αποφασίσουμε το κρίσιμο κριτήριο βάσει του οποίου ουσιαστικά θα σώζαμε ένα μέρος του πληθυσμού. Τότε έπεσε η ιδέα των πολύτιμων λίθων. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατείχε τέτοιες πέτρες. Σε διάφορες μορφές. Άλλος σε κόσμημα, σε κομπολόι, σε διακοσμητικό, υπήρχαν παντού. Δεν ήταν όπως ο χρυσός, ή άλλα πολύτιμα μέταλλα που θα μπορούσε να χρησιμοποιείται ας πούμε από τις γυναίκες μόνο ή από μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων. 
-Μα αυτό βρήκατε σαν κριτήριο; Είναι παρανοϊκό! διαμαρτυρήθηκε η Μαίρη
-Ναι είναι. Όσο παρανοϊκό ήταν κι αυτό που συνέβη, αντέτεινε ο Αριστογένης και συνέχισε: τότε αρχίσαμε να ψάχνουμε περισσότερο αυτή την ιδέα. Αν ας πούμε κάποιος είχε πάρα πολλούς λίθους, είτε γιατί ήταν πλούσιος είτε γιατί ήταν συλλέκτης, τι θα γινόταν; Πως θα ξεχωρίζαμε τους μεν απ τους δε; Τέλος πάντων για να μην σας κουράσω με λεπτομέρειες, αποφασίστηκε να περιορισθούμε στην πρωτεύουσα. Έτσι και αλλιώς στην επαρχία θα υπήρχαν λιγότερα προβλήματα επιβίωσης. Τώρα στην Αθήνα ορίστηκε ότι όποιος κατέχει κάτω από δώδεκα λίθους θα προστατεύεται. Θα τον βοηθάμε με τρόπο που να μη φαίνεται. Από την άλλη όποιος είχε παραπάνω θα του κόβαμε κάθε δυνατή παροχή. Σήμαινε ότι ήταν αρκετά πλούσιος για να τα καταφέρει μόνος του, μέχρι βέβαια να πέσει κάτω από τους δώδεκα λίθους. Τότε μάλλον θα είχε αναγκαστεί να τους πουλήσει από ανάγκη και άρα έπρεπε να βοηθηθεί.
-Κι όσοι έτυχε να μην έχουν κανένα; Αναρωτήθηκε ο Γιάννης
-Τότε αυτό θα σήμαινε ότι και να τον βοηθούσαμε δεν είχε καμιά πιθανότητα επιβίωσης γιατί θα εξαρτιόταν μόνο από το κράτος για να επιβιώσει. Και το κράτος δε θα μπορούσε να βοηθήσει για πολύ. Καταλαβαίνετε το νόημα; Έπρεπε να έχεις κάτι, κάποια μικρή δυνατότητα για να βοηθηθείς. Αν ήσουν πλούσιος δεν χρειάζεσαι το κράτος, αν είσαι εντελώς φτωχός, χωρίς ούτε ένα αμέθυστο ας πούμε, τότε και να σε βοηθούσαμε δεν θα έβγαινε πουθενά. Μόλις θα σταματούσε η βοήθεια θα χανόσουν και μαζί σου και η βοήθεια που θα σου δίναμε. Θα πήγαινε χαμένη. Αν ήσουν κάπου στη μέση τότε θα έπαιρνες κάτι. Αυτό ήταν όλο.
-Και πως θα το ελέγχατε όλο αυτό το σύστημα; Ήταν η σειρά του Ζωναίου να ρωτήσει.
-Εδώ ήταν το μεγάλο λάθος. Αποφασίστηκε να οργανωθεί μια ομάδα καλά εκπαιδευμένων ανθρώπων από διάφορες κρατικές αρχές, την αστυνομία, το στρατό, καταλάβατε. Δώδεκα τέτοιους θα είχαμε. Ούτε πολλούς ούτε λίγους, και θα τους δίναμε την απόλυτη ελευθερία να ψάχνουν να βρίσκουν και να βοηθούν όσους είχαν από έναν μέχρι δώδεκα λίθους. Βεβαίως θα τους εξοπλίζαμε κατάλληλα και οπωσδήποτε θα έπρεπε να τους εξασφαλίζουμε τα προς το ζην. Καταλαβαίνετε ότι αυτοί θα είχαν και πρόσβαση σε ένα αριθμό βασικών αγαθών και μικροποσών ώστε να τα διανέμουν κατάλληλα.
-Α! Γι΄αυτό οι 12 ζητούσαν τους 12! Να τι σήμαινε το σημείωμα στο σπίτι του Κλεισθένη! Και βέβαια να γιατί ο Κλεισθένης είχε πει ότι κάποτε αυτοί οι λίθοι θα έσωζαν τη ζωή του! Ο Γιάννης κόντεψε να τιναχτεί μέχρι το ταβάνι απ’ την ανακάλυψή του.
-Και ο Κλεισθένης πρέπει να ήξερε κι άλλα γι΄ αυτό μου έδωσε και το κόσμημα με το τοπάζι, συμπλήρωσε η Μαίρη.
Κανείς άλλος όμως δεν του έδωσε σημασία. Κι ο Αριστογένης συνέχισε:
-Αυτοί οι δώδεκα λοιπόν επιλέχθηκαν, οργανώθηκαν, εκπαιδεύτηκαν, εξοπλίστηκαν και τους αφήσαμε να κάνουν τη δουλειά που τους αναθέσαμε. Το σκεπτικό ήταν να δρουν από μόνοι τους, χωρίς κάποιο κεντρικό έλεγχο ώστε να μην μπορεί κανείς μετά να ανακαλύψει τι κάναμε και πως το κάναμε. Θα ήταν αυτόνομοι. Κι όπως είπα, αυτό ήταν και το μεγάλο λάθος.
-Κατάλαβα, είπε ο Ζωναίος. Αυτοί οι δώδεκα αυτονομήθηκαν πραγματικά.
-Ναι. Κι έτσι, μόλις το έμαθα παραιτήθηκα από Υπουργός αγαπητέ μου αστυνόμε. Οι δώδεκα ακουγόταν ότι είχαν κυλήσει σε εκβιασμούς και σε άλλα εγκλήματα, σε κλοπές λίθων, άλλοι έδιναν λίθους δεξιά κι αριστερά, μοίραζαν τη ζωή και το θάνατο, τη σωτηρία και τη δυστυχία αναλόγως τα κέφια τους. Έκαναν ό,τι ήθελαν χωρίς έλεγχο τελικά. Και βέβαια μετά ήρθε κι εκείνο που είχαμε προβλέψει: το μεγάλο κύμα της Κρίσης που ήρθε και τα ανέτρεψε όλα.
-Και τελικά τι έγινε με τους δώδεκα, ξέρετε; Ρώτησε ο  Ζωναίος
-Απ΄ αυτά που μου είπατε κι απ΄ότι ακούω και μαθαίνω, οι δώδεκα είναι εκεί έξω και ακόμα κάνουν ό,τι θέλουν, απάντησε ο Αριστογένης.  
-Ο Κλεισθένης πως έμαθε γι΄αυτούς, ξέρετε; ρώτησε και πάλι ο Γιάννης
-Σιγά-σιγά παιδί μου ένα μεγάλο μέρος της υψηλής κοινωνίας έμαθε γι΄αυτούς. Θες επειδή όλα τα μυστικά τελικά αποκαλύπτονται, θες γιατί οι δώδεκα φρόντισαν γι΄αυτό γιατί προσέγγιζαν ανθρώπους με κάποια επιφάνεια οικονομική για να τους εκβιάσουν, πάντως έμαθαν γι΄αυτούς πολλοί. Πάρα πολλοί.
-Υπουργέ μου, είπε με κάπως επίσημο τρόπο ο Ζωναίος, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας. 
-Για το θέμα των δώδεκα, ρώτησε με προσποιητή αφέλεια ο Αριστογένης.
-Ναι, απάντησε ο Ζωναίος. Δεν είναι δυνατόν να δρα μια συμμορία ουσιαστικά, μια συμμορία δώδεκα παρανοϊκών ή εγκληματιών στην Αθήνα. Και μάλιστα όταν έχει στη διάθεσή της τέτοια δύναμη.

Ο Αριστογένης σηκώθηκε από την καρέκλα του με αργές κινήσεις, πήρε στα χέρια του το σμαράγδι, το χάιδεψε, το άφησε και πάλι στο τραπεζάκι έκανε δυο βόλτες γύρω απ΄την καρέκλα κρατώντας το πηγούνι του και γύρισε προς το παράθυρο με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του.

(Συνεχίζεται...)



22 Νοε 2011

Δώδεκα Λίθοι: Οψιδιανός


Ένα μίνι διαδικτυακό μυθιστόρημα σε συνέχειες...


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Οψιδιανός
Ήταν ήδη αργά όταν έφτασαν στο Τμήμα. 
Ο Ζωναίος μπήκε φουριόζος, έδωσε εντολή στον πρώτο αστυφύλακα που βρήκε μπροστά του να τακτοποιήσει το Γιάννη και τη Μαίρη σε ένα άδειο γραφείο για να περάσουν τη βραδιά και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του.
-Δώσ' τους και κάτι να φάνε...φώναξε στον αστυφύλακα πίσω του.
-Αστυνόμε έχουμε μόνο λίγο γάλα και φρυγανιές, είπε ο σαστισμένος αστυφύλακας.
-Καλά είναι...ξαναφώναξε ο Ζωναίος και κλείστηκε στο γραφείο του.
Σ' ένα διπλανό γραφείο ο Γιάννης με τη Μαίρη έβλεπαν το σκοτεινό δρόμο απ΄το μικρό παράθυρο. Ο αστυφύλακας άφησε ένα πιάτο με τέσσερις φρυγανιές και δυό ποτήρια μισογεμάτα με γάλα.
-Απ' τον αστυνόμο...ψυθίρισε σαν να ντρεπόταν. Αυτά έχουμε...είπε κι έκλεισε την πόρτα.

-Εγώ πάντως φοβάμαι πολύ, είπε η Μαίρη κάποια στιγμή.
-Εγώ πάλι όχι, έκανε ο Γιάννης. Γύρω μας γίνεται ο χαμός όλα αυτά τα χρόνια. Καταστράφηκαν ζωές, ποδοπατήθηκαν όνειρα. Τι άλλο μπορούν να μας κάνουν; Να μας σκοτώσουν; Ε, και;
-Όχι, εγώ θέλω να ζήσω, να ξαναφτιάξω τη ζωή μου, σπούδαζα και...
Ξαφνικά ο Ζωναίος εισέβαλλε στο χώρο σα δαιμονισμένος.
-Κινδυνεύουμε κι εδώ, πρέπει να φύγουμε τώρα, ούρλιαξε, σχεδόν τους άρπαξε και τους κατέβασε και τους δύο στο δρόμο.
Προχώρησε, κι έκανε κάτι εντελώς αναπάντεχο. Έβγαλε απ' την τσέπη του ένα σουγιά, έσπασε την κλειδαριά ενός άλλου αυτοκινήτου κάτι έκανε κάτω απ' το τιμόνι έβαλε μπροστά και φώναξε:
-Μπείτε μέσα γρήγορα.
Ο Γιάννης με τη Μαίρη μπήκαν στο άγνωστο αμάξι κι ο Ζωναίος έβαλε μπροστά, πάτησε γκάζι και τα λάστιχα στρίγγλισαν μέσα στη νύχτα.
-Ευτυχώς έχουμε βενζίνη...είπε κάποια στιγμή ο Ζωναίος, που δεν έπαψε να κοιτάζει απ' τους καθρέφτες.
-Αστυνόμε τι έγινε τώρα; ρώτησε ο Γιάννης
-Θα σας πω, περιμένετε...απάντησε ο αστυνόμος.
Μετά από ατέλειωτη περιπλάνηση σε στενά και δρομάκια, βγήκαν στην εθνική προς Λαμία.
-Τα πράγματα είναι πολύ περίπλοκα, είπε κάποια στιγμή ο Ζωναίος. Και πολύ επικίνδυνα, πρόσθεσε. Ταυτόχρονα, οδηγούσε το αμάξι με το δείκτη της ταχύτητας λες και να ήθελε να τιναχτεί έξω απ' το καντράν.
-Γιατί; Τι έγινε ξαφνικά, παραπάνω απ' όσα ξέρουμε; ήταν η σειρά της Μαίρης να ρωτήσει.
-Πάνω στο γραφείο μου ήταν πάντοτε ένα πρες-παπιέ πέτρινο. Ποτέ δεν το είχα προσέξει ιδιαίτερα. Μου ήταν αδιάφορο. Όταν μπήκα στο γραφείο χτύπησε το τηλέφωνο. Σηκώνω το ακουστικό κι ακούω μια βαθιά, αντρική φωνή να λέει: "ο αστυνόμος Ζωναίος;" απαντώ ναι και μου λέει:"αστυνόμε, οι λίθοι βρίσκονται κοντά μας συχνά χωρίς να το βλέπουμε, μπροστά σας ας πούμε έχετε έναν οψιδιανό..." και το κλείνει. Κοιτάζω στο γραφείο, βλέπω το πέτρινο πρες-παπιέ, νάτο.
Ο Ζωναίος έβγαλε απ' την τσέπη του ένα πέτρινο κυβικό πρες-παπιέ σαν μεγάλο ζάρι. Έδειχνε φτιαγμένο  από βαρύ μαύρο γυαλί. Οψιδιανός.
-Καταλαβαίνετε; Αυτοί οι τύποι παρακολουθούσαν τα πάντα. Οι λίθοι που μετρήσαμε μπορεί να μην είναι τέσσερις. Τώρα ξέρουμε για πέντε. Κι αν έχουμε με κάποιο τρόπο κι άλλους κοντά μας, στο σπίτι σου Μαίρη, στο χώρο που κοιμάσαι συνήθως Γιάννη, στο δικό μου σπίτι, τότε μπορεί να μας αιφνιδιάσουν...γι' αυτό φύγαμε, πρόσθεσε ο Ζωναίος.
-Και τώρα που πάμε; τι κάνουμε; ρώτησε ο Γιάννης;
-Λέω να προσπαθήσουμε να εξαφανιστούμε για λίγο, απάντησε ο Ζωναίος. Δε βλέπω να μας ακουλουθεί κανείς, δεν είπα σε κανέναν ότι θα φύγουμε και θα τριγυρνάμε για μια δυο μέρες. Πληρώνω εγώ, είπε ο Ζωναίος.
-Όλα θα τα φανταζόμουν, αλλά ότι θα με απήγαγε η αστυνομία, ποτέ, προσπάθησε η Μαίρη να αστειευτεί αλλά ο Ζωναίος την έκοψε απότομα:
-Οι διευθύνσεις που έδωσε ο Ανδοκίδης ανήκουν όλες σε πολύ υψηλά πολιτικά πρόσωπα, είπε. Πριν κάνουμε οτιδήποτε θέλω να συμβουλευτώ κάποιον που εμπιστεύομαι πολύ.
-Ποιον; ρώτησε ο Γιάννης.
-Θα μάθεις όταν θα φτάσουμε εκεί, είπε ο Ζωναίος. Αλλά πρώτα θέλω να σιγουρευτώ ότι θα φτάσουμε και μετά ότι θα φτάσουμε μόνο εμείς.
Σταμάτησε σ' ένα βενζινάδικο. Ο βενζινάς - ένας γέρος - απόρησε αφού είχε να σταματήσει μέρες μπροστά στις αντλίες του κάποιο αμάξι. Ο Ζωναίος κατέβηκε και συνομίλησε για λίγο με το βενζινά. Μετά εξαφανίστηκε στο πίσω μέρος του βενζινάδικου και ένα άλλο αυτοκίνητο βγήκε πίσω απ' το διόρωφο βενζινάδικο, όπου μάλλον ήταν και κατοικία του βενζινοπώλη. Όταν κατέβηκε το παράθυρο του αυτοκινήτου πρόβαλλε από μέσα το κεφάλι του Ζωναίου.
-Ελάτε, σαλτάρετε πάνω γρήγορα! φώναξε ο αστυνόμος.
Ο Γιάννης με τη Μαίρη ανέβηκαν στο καινούριο αμάξι και πάλι ο αστυνόμος έβαλε μπροστά κι έφυγαν.
-Καλύτερα να είμαστε σίγουροι είπε ο Ζωναίος.
-Κι αν ρωτήσει κάποιος το βενζινά; ρώτησε ο Γιάννης
-Δεν είδα να μας ακολουθεί κανείς, ο βενζινάς δε βλέπει πέρα από τη μύτη του γιατί έχει πατήσει τα ογδόντα, τις πινακίδες του άλλου αμαξιού τις κράτησα και τον ρώτησα από που πάμε για Αθήνα. Εξάλλου θα αλλάξουμε ακόμη δυο τρια αμάξια. Ο Ζωναίος ήταν αποφασισμένος.
-Ναι αλλα δε θα μας κυνηγάει η αστυνομία; ρώτησε η Μαίρη.
-Ίσως. Αλλά κανείς πια δεν ασχολείται με κλοπές αμαξιών, ποιος ενδιαφέρεται μέσα στην κόλαση που ζούμε, Μπορεί και να έχουμε γυρίσει πίσω μέχρι να αρχίσει κάποιος να ασχολείται μαζί μας. Δηλαδή μαζί σας, γιατί η αστυνομία είναι εδώ ήδη! είπε ο Ζωναίος και έδειξε με τον αντίχειρα τον εαυτό του χαμογελώντας.
Στο δρόμο άλλαξαν πράγματι άλλα δύο αυτοκίνητα. Σ' ένα πάρκινγκ πάνω στην εθνική ο Ζωναίος έβαλε μπρος ένα άλλο αμάξι μάλλον παρατημένο χρησιμοποιώντας τη βενζίνη απ' το προηγούμενο, μετά ταξίδεψαν για λίγο στην καρότσα ενός αγροτικού ανάμεσα σε χωράφια και καρόδρομους και τέλος ο Ζωναίος κατά τα χαράματα σ' ένα χωριουδάκι κάπου κοντά στη Θήβα βρήκε ένα βανάκι παρατημένο κι αυτό, και σαράβαλο. Πάντως προχωρούσε κουτσά-στραβά. Ο Ζωναίος οδήγησε το βανάκι κανά εικοσάλεπτο, χώθηκε σ' ένα δασάκι πευκόφυτο και τους είπε:
-Εδώ θα κοιμηθούμε για λίγο. Μην φανούμε και αγενείς επισκέπτες στον άνθρωπό μου!
Ήταν κατάκοποι και οι τρεις. Ο Ζωναίος έγειρε το κεφάλι του στο τιμόνι, αφού βεβαιώθηκε ότι το βανάκι δε φαινόταν κρυμμένο πίσω απ' τα δέντρα, ο Γιάννης ξάπλωσε στη θέση του συνοδηγού και η Μαίρη στην καρότσα. Η κούραση τους είχε λιώσει αφού ταξίδευαν όλη τη νύχτα, έκαναν κύκλους, άλλαζαν αυτοκίνητα και κατευθύνσεις, έμπαιναν σε χωριά, σε δρομάκια, σε μονοπάτια, σε δασάκια και σε ξέφωτα.
Ο ήλιος ήδη είχε ανέβει αρκετά, ήταν μάλλον μεσημεράκι και ο Γιάννης με τη Μαίρη έψαχναν το Ζωναίο που είχε εξαφανιστεί. Πριν προλάβουν ν' ανησυχήσουν, ο Ζωναίος εμφανίστηκε μ' ένα μπόγο ρούχα.
-Ορίστε! Ντυθείτε και φύγαμε!
-Μα, αστυνόμε πως; Δηλαδή...μες στην ερημιά υπάρχει μπουτίκ;ο Γιάννης απόρησε.
-Χτες τη νύχτα όπως φτάναμε εδώ είδα ένα μικρό καταυλισμό τσιγγάνων, είπε ο αστυνόμος κι έλυσε το μυστήριο. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν τα πάντα για να σου πουλήσουν αν έχεις κι εσύ το κατάλληλο αντίτιμο, είπε κι έδειξε το πορτοφόλι του, γελώντας.
Άλλαξαν, ήπιαν νερό που έφερε ο αστυνόμος μαζί με τα ρούχα κι έφαγαν γρήγορα ένα καρβέλι. Ξεκίνησαν πάλι την αλλοπρόσαλη διαδρομή τους.
Κάποια στιγμή βγήκαν προς τη Στυλίδα.
Περιπλανήθηκαν κάμποσο, ώσπου κάπου πολύ έξω απ' τη μικρή κωμόπολη φάνηκε ένα απομονωμένο σπίτι. Σταμάτησαν το βαν δίπλα από ένα πηγάδι, κατέβηκαν προχώρησαν κι ο Ζωναίος χτύπησε την πόρτα. Άνοιξε ένας ασπρομάλλης κύριος με μουστάκι, εύσωμος, με χοντρά γυαλιά μυωπίας, φαλακρός που φορούσε πυτζάμες. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα δερματόδετο βιβλίο και μόλις είδε το Ζωναίο ένα πλατύ χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του. Κι ο Ζωναίος φώναξε όλος χαρά αλλά και με κάποια επισημότητα:
-Μαίρη και Γιάννη, έχω την τιμή να σας συστήσω τον κύριο Αριστογένη Επικύδη. Πρώην Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Ακαδημαϊκό!
(Συνεχίζεται...)








18 Νοε 2011

Δώδεκα Λίθοι:Μάτι του Τίγρη


Ένα μίνι διαδικτυακό μυθιστόρημα σε συνέχειες...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Μάτι του Τίγρη


Στο αυτοκίνητο του Ζωναίου επικρατούσε το χάος. Ο Ζωναίος ούρλιαζε εκνευρισμένος και χτυπούσε τα χέρια του στο τιμόνι.
-Θα σας κλείσω στη φυλακή να ησυχάσω μια και καλή από εσάς!
-Αστυνόμε, ηρεμήστε, είπε ο Γιάννης, που άρχιζε να σκέφτεται τα πλεονεκτήματα του έγκλειστου σε σχέση με το γεγονός ότι τώρα ήταν άστεγος. Δεν έγινε και τίποτα!
-Θα σου πω εγώ τι έγινε! Έχεις μπλέξει φίλε μου! Πολύ άσχημα, γιατί εμπόδισες αστυνομικό έργο! Ο Ζωναίος ήταν εκτός εαυτού. Τι ερωτήσεις κάνεις, με ποια δικαιοδοσία; 
Ενώ οδηγούσε, έκανε έναν απότομο ελιγμό, χώθηκε σε ένα παράδρομο και σταμάτησε απότομα. Κατέβηκε απ' το αμάξι, το κλείδωσε, επέστρεψε με τρεις καφέδες, ξεκλείδωσε, μπήκε στο αυτοκίνητο έδωσε από έναν καφέ στο Γιάννη και στη Μαίρη, άναψε τσιγάρο, πρόσφερε και στη Μαίρη και όλοι έμειναν αμίλητοι για λίγες στιγμές.
-Πάντως μην περιμένετε να σας φέρνω τσιγάρα και καφέδες στη φυλακή. Είπε ο Ζωναίος, με τόσο σοβαρό ύφος που ο Γιάννης και η Μαίρη χαμογέλασαν με ανακούφιση. 
-Και τώρα, ας βάλουμε κάτω τα πράγματα γιατί εγώ αν δεν τρελαθώ, μάλλον θα τρελαθώ. Συνέχισε ο Ζωναίος. «Οι 12 ζητούν τους 12» τι μας λέει; Ποιοι είναι οι 12; Ποιοι είναι οι άλλοι 12; Γιατί οι μεν ζητούν τους δε; Ο Ζωναίος είχε πάρει φόρα και οι Γιάννης τον έκοψε απότομα:
-Αστυνόμε, πριν αρχίσουμε να απαντάμε σ' αυτά, δε νομίζετε ότι πρέπει να ολοκληρώσετε τον κύκλο τον διευθύνσεων που σας έδωσε ο Ανδοκίδης; Γιατί έχετε άλλες τρεις διευθύνσεις στα χέρια σας κι εμείς πήγαμε μόνο στην κυρία Ευτέρπη, στη μια διεύθυνση. 
- Αγόρι μου, στις άλλες διευθύνσεις δύσκολα θα πάμε και ακόμη πιο δύσκολα θα μιλήσουμε με κάποιον από εκεί μέσα απάντησε ο Ζωναίος απογοητευμένος.
-Γιατί; Η αστυνομία δεν είστε; αναρωτήθηκε ο Γιάννης.
-Οι διευθύνσεις που έδωσε ο Ανδοκίδης αντιστοιχούν σε ανθρώπους που είναι πολύ ψηλά, απάντησε ο αστυνόμος κοφτά. Απ' αυτούς τους ανθρώπους δεν μαθαίνεις τίποτα κι αν ασχοληθείς περισσότερο τότε μπορεί και να βρεθείς να βάζεις σφραγίδες σε αποδείξεις αγοράς για χαρτιά τουαλέτας των συνταξιούχων αστυνομικών. Ο Ζωναίος είχε φανερά απογοητευτεί.
-Εντάξει, τότε ας δούμε που βρισκόμαστε, είπε ο Γιάννης σε μια προσπάθεια να βάλει το Ζωναίο να σκεφτεί περισσότερο και ίσως να απογοητευτεί λιγότερο.
-Σίγουρα ένα απ' τα δύο δωδεκάρια είναι οι πολύτιμοι λίθοι που κράταγε στο κουτί ο Κλεισθένης. Άρχισε ο Γιάννης. Δώδεκα πολύτιμοι λίθοι, που σημαίνει ότι ή αυτοί οι λίθοι ζητάνε άλλους δώδεκα, ή κάποιοι άλλοι - πιθανώς πρόσωπα - ζητάνε αυτούς τους δώδεκα λίθους που είχε ο Κλεισθένης. Αλλά γιατί; 
-Και να μην ξεχνάμε ότι ο Κλεισθένης τρόμαξε πολύ όταν είδε την ακουαμαρίνα, πρόσθεσε η Μαίρη.
-Δηλαδή ο δέκατος τρίτος λίθος που στείλανε στον Κλεισθένη κάτι σήμαινε και μάλιστα πολύ κακό, παρατήρησε ο Γιάννης.
-Άρα, οι δώδεκα ζητούν δώδεκα, αλλά μόλις γίνουν δεκατρείς τότε κάτι πολύ κακό θα συμβεί σ' αυτόν που τους κατέχει, είπε ο Ζωναίος. Κι αυτό το πολύ κακό, το δίνει σαν μήνυμα εκείνος που έστειλε την ακουαμαρίνα. Κάτι γίνεται!
-Και μην ξεχνάμε ότι όποιος έχει έναν λίθο, αμέθυστο ή τοπάζι ας πούμε, τώρα ο Γιάννης ήταν γεμάτος ενθουσιασμό απ' την ανακάλυψή του, ευνοείται! Είτε του δίνουν χρήματα...
-Ή είναι προστατευμένος! συμφώνησε η Μαίρη. Πολύ σωστά! 
-Γι' αυτό κι ο Κλεισθένης, έστελνε στ' αγαπημένα του πρόσωπα πολύτιμους λίθους! Ο Ζωναίος είχε μπει στο παιχνίδι και πήρε φόρα: Ήθελε να προστατέψει τους αγαπημένους του, τη Μαίρη, την Ευτέρπη, τον Ανδοκίδη. Αλλά σε καμιά περίπτωση οι λίθοι δεν έπρεπε να γίνουν δεκατρείς. Αυτό σημαίνει κάτι κακό. Μέχρι δώδεκα εντάξει, αφού όπως είχε πει και στην Ευτέρπη, οι λίθοι θα "του έσωζαν τη ζωή!". Άρα, ο Κλεισθένης ήταν προστατευμένος, αφού είχε μέχρι δώδεκα λίθους, έστελνε σε δικούς του ανθρώπους τους λίθους που έπαιρνε για να τους προστατέψει τη ζωή και κάποια στιγμή του στείλανε το μήνυμα:"Φίλε, κάτι κάνεις λάθος και την πάτησες άσχημα!", πάρε ένα έξτρα λίθο και πάρε και το μήνυμα μαζί. Μπράβο! Ο Ζωναίος θριαμβολογούσε τώρα!
-Εδώ, είναι που αρχίζει και ξαναμπερδεύεται το πράγμα, είπε ο Γιάννης για να ξαναγυρίσει η παρέα σε βαθιά σκέψη. Από τι ακριβώς κινδυνεύει κάποιος και από τι ακριβώς προστατεύεται; Προφανώς από κάποιους, γιατί ο μουσάτος που μου έδωσε τα χρήματα στο Σύνταγμα ήταν πολύ αληθινός και τα χαρτονομίσματα επίσης. Κι αν το "καλό" είναι πραγματικό κι όχι φάντασμα, τότε και το "κακό", αυτό που τρόμαξε τον Κλεισθένη, πρέπει να είναι εξίσου αληθινό. Από κάποιους ανθρώπους κινδύνευε και αυτούς φοβόταν.
-Τους άλλους δώδεκα! Είπε ο Ζωναίος κραυγάζοντας αυτή τη φορά. 
-Ναι, αλλά ποιους δώδεκα; παρατήρησε η Μαίρη.
-Δεν ξέρω ακόμα, παραδέχτηκε ο Ζωναίος. Αυτό το ψάχνω...Ξέρουμε όμως ότι οι λίθοι έρχονταν στον Κλεισθένη απ' το εξωτερικό και επίσης ότι γνώρισε κάποιους ανθρώπους σε ένα ταξίδι του σχετικά με το θέμα αυτό, έτσι τουλάχιστον μας είπε η Ευτέρπη.
-Κι αν όπως μας λέτε ο Κλεισθένης είχε στείλει και λίθους σε πολύ σπουδαία πρόσωπα, που δε μπορεί ούτε να τα ρωτήσει η αστυνομία, τότε μιλάμε για κάτι που αφορά την ελίτ, σχολίασε ο Γιάννης.
-Αστυνόμε δεν μπορείτε να εντοπίσετε από ποιους έφταναν αυτά τα δέματα στον Κλεισθένη; ρώτησε η Μαίρη.
-Δυστυχώς, τίποτα δε λειτουργεί στις μέρες μας, είπε ο Ζωναίος, δεν έχουμε τις δυνατότητες που είχαμε πριν την κρίση. Ό,τι κάνουμε, το κάνουμε με κάποιο τηλέφωνο, στην καλύτερη περίπτωση ή ψάχνοντας οι ίδιοι δεξιά κι αριστερά. Πάνε οι εποχές που είχαμε τα μέσα...


Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ένας μαύρος όγκος, ένα κατάμαυρο αμάξι, πέρασε δίπλα απ' το παρκαρισμένο αυτοκίνητο του Ζωναίου, κι απ΄ το φυμέ ανοιχτό παράθυρο εκτοξεύτηκε με δύναμη ένα πακετάκι, σπάζοντας το τζάμι του οδηγού, στο πάνω μέρος. Το πακετάκι έπεσε στο δρόμο, η μαύρη κούρσα έφυγε με μεγάλη ταχύτητα, ο Ζωναίος χωρίς να το σκεφτεί έβαλε μπροστά να φύγει, οι δυο συνεπιβάτες του είχαν ασυναίσθητα σκύψει στο πάτωμα του αυτοκινήτου, ο Γιάννης για πρώτη φορά βρέθηκε τόσο κοντά στο πρόσωπο της Μαίρης και σκέφτηκε πόσο διάφανο του φαινόταν στο μισοσκόταδο, η Μαίρη είχε κλείσει τα μάτια από την έκπληξη και τον τρόμο και όλα αυτά έγιναν μέσα σε δυο ή τρεις στιγμές.
Δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί κάποια μέτρα το αυτοκίνητο απ΄το πακετάκι και ο Ζωναίος πάτησε απότομα φρένο. Ο αστυνόμος κατέβηκε, έτρεξε προς το πεσμένο πακετάκι, το τίναξε απ' τις σκόνες, και τότε είδε ότι ήταν μισοσκισμένο, λασπωμένο και έτοιμο να διαλυθεί. Μέσα, φαινόταν ήδη ένα βαρύ ξύλινο κουτάκι κοσμηματοπώλη, χωρίς κανένα όνομα ή διεύθυνση. Το άνοιξε διστακτικά. Μια καφέ γυαλιστερή πέτρα, με χρυσές κηλίδες εμφανίστηκε στο κέντρο του κουτιού, τοποθετημένη σ' ένα γκριζωπό μαξιλαράκι. Άλλος ένας πολύτιμος λίθος. Ο αστυνόμος κοίταξε δεξιά κι αριστερά, αυθόρμητα. Η μαύρη κούρσα είχε ήδη εξαφανιστεί. Ο Γιάννης με τη Μαίρη, βγήκαν απ' το αμάξι και πλησίασαν τον αστυνόμο που είχε μείνει αποσβολωμένος.
-Μη μου πείτε αστυνόμε: άλλη μια πέτρα, σωστά; Ρώτησε ο Γιάννης.
-Σίγουρα μας παρακολουθούσαν! είπε η Μαίρη.
-Ναι και ναι! συμφώνησε ο Ζωναίος.
Τους έδειξε την πέτρα. 
-Ένα Μάτι του Τίγρη, είπε η Μαίρη. Είχα ένα δαχτυλίδι κάποτε από τέτοια πέτρα!
-Μας παρακολουθούσαν, άγνωστο για πόσο και μας στέλνουν ένα μήνυμα. Συμπέρανε ο Γιάννης.
-Τι μήνυμα, ρώτησε ο Ζωναίος.
-Αμέθυστος, δικός μου, ο δικός σας Λάπις Λάζουλι του κομπολογιού αστυνόμε, το τοπάζι της Μαίρης, και τώρα ένα Μάτι του Τίγρη. Είχαμε τρεις πέτρες και μας έστειλαν άλλη μια, τέσσερις. Όταν φτάσουμε τις δώδεκα, πρέπει να φοβόμαστε ό,τι φοβόταν κι ο Κλεισθένης...


(Συνεχίζεται...)