29 Δεκ 2011

Τι ΔΕΝ ξέρει ο Παπαδήμος!

...και παρακαλώ μην του τα πείτε και μας...φύγει!
  • ΔΕΝ ξέρει ότι η βίαιη ανατροπή της από καιρού ήδη διαταραγμένης αναλογίας εργαζομένων-συνταξιούχων καθιστά αναξιόπιστη την υπόσχεση περί κρατικής εγγύησης της πληρωμής συντάξεων. Η βίαιη ανατροπή εντοπίζεται ακριβώς στο εφεύρημα της εργασιακής εφεδρείας που δεν είναι τίποτα άλλο από την άκριτη συσσώρευση συνταξιούχων η οποίοι σε βάθος χρόνου απλώς δε θα μπορούν να συνταξιοδοτούνται με τους σημερινούς όρους. Προφανώς του διαφεύγει ότι οι απολύσεις στο Δημόσιο με παράλληλο δραστικό περιορισμό της έκτασης του Δημοσίου τομέα και των δραστηριοτήτων του είναι μονόδρομος.
  • ΔΕΝ ξέρει ότι η διατήρηση ενός πολύπλοκου, δυσβάσταχτου και άδικου φορολογικού συστήματος διαιωνίζει τις συνθήκες διαφθοράς και φοροδιαφυγής. Ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων και κάθε μορφής έκτακτης φορολόγησης έπρεπε να είχαν καταργηθεί...προχτές. Όλη η φορολογική νομοθεσία πρέπει να χωράει σε μια σελίδα. Απλά, δίκαια και κατανοητά. Φτάσαμε στον τραγέλαφο το κράτος να φορολογεί την κατοικία, η οποία μπορεί και να μην αποδίδει κάποιο εισόδημα ενώ έχει ενσωματώσει εργασία και άλλα κεφάλαια, έχει φορολογηθεί ήδη όταν αγοράστηκε και εξακολουθεί να φορολογείται ενώ από την άλλη το ίδιο κεφάλαιο αν δεν έχει γίνει κατοικία αλλά έχει γίνει κατάθεση, χρυσές λίρες, μασούρι στο στρώμα δεν φορολογείται μολονότι δεν επιστρέφει στην οικονομία! 
  • ΔΕΝ ξέρει ότι υπό αυτές τις συνθήκες, κανείς ιδιώτης επενδυτής δεν πρόκειται να αναλάβει ζημίες μέσω της διαδικασίας του PSI υποκύπτοντας στο δίλημμα να χάσει 50% των κεφαλαίων του τώρα προκειμένου να πάρει το 50% αργότερα γιατί πολύ απλά κανείς δεν πιστεύει ότι αυτό το 50% θα μπορεί να το αποπληρώσει το Ελληνικό Δημόσιο με το δρόμο που έχει πάρει. Και κανείς νουνεχής επενδυτής δεν θα συνεχίσει να επενδύει σε μια χώρα και συγκεκριμένα στο χρέος (!) μιας χώρας που εξακολουθεί να έχει το κεφάλι βαθιά στην άμμο.
  • ΔΕΝ ξέρει ότι αν το κράτος εξακολουθεί να υποκρίνεται τον επιχειρηματία πουλώντας νερό, ρεύμα, μεταφορές, υπηρεσίες και άλλα αγαθά (από λαϊκές αγορές μέχρι...δημοτικά σφαγεία!) απλώς στρεβλώνει τον ανταγωνισμό διατηρώντας ψηλά τις τιμές και κατά συνέπεια αυξάνει την ανεργία αφού δεν επιτρέπει να ανοίξουν άλλες επιχειρήσεις στον ίδιο τομέα και με τους ίδιους όρους, ενώ διατηρεί ψηλά τα κόστη αποπνίγοντας κάθε ελπίδα ανάπτυξης άλλων τομέων. Επιπλέον, απορροφά και την ελάχιστη ποσότητα διαθέσιμης ρευστότητας ως προνομιακός "επιχειρηματίας" - αφού το ίδιο νομοθετεί για πάρτη του - στραγγίζοντας την αγορά, και βεβαίως πολλαπλασιάζει τις "μαύρες τρύπες" αφού τα επισφαλή δάνεια των ΔΕΚΟ τελικώς τα "φορτώνεται" ο κρατικός προϋπολογισμός.
  • ΔΕΝ ξέρει ότι διατηρώντας προνόμια και κλειστά επαγγέλματα όχι μόνο συντηρεί ένα ανήθικο και αντικοινωνικό σύστημα αλλά διακρατεί σε αδράνεια τεράστια κεφάλαια που νέμονται λίγοι σε βάρος των πολλών και μάλιστα με αδιαφανείς όρους. Δεν είναι δυνατόν δυο-τρεις νέοι φαρμακοποιοί να μην μπορούν - ακόμη! - να ανοίξουν ένα φαρμακείο, δεν γίνεται με 18% ανεργία δυο-τρεις νέοι απόφοιτοι κάποιας τεχνικής σχολής να μην μπορούν να αγοράσουν ένα ταξί και να λειτουργήσουν μια επιχείρηση μεταφορών, δεν νοείται να μην μπορεί ένας επιχειρηματίας να ανοίξει ένα ιδιωτικό κέντρο υγείας στην επαρχία προσλαμβάνοντας νέους επιστήμονες γιατρούς, είναι ανήκουστο μια ομάδα δικηγόρων από την Τρίπολη, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη να μην μπορούν να συστήσουν μια νομική εταιρεία και να τη διαφημίσουν αλλά ούτε και να φτιάξουν μια απλή συμβολαιογραφική εταιρεία.
Ναι, αγαπητοί μου δεν τα ξέρει αυτά ο Πρωθυπουργός μας. Γιατί αν τα ήξερε θα τα δρομολογούσε και επειδή δεν είναι πολιτικό πρόσωπο αλλά επιλογή έκτακτης ανάγκης ή θα τα υλοποιούσε ή θα υπέβαλλε την παραίτησή του. Δεν έχει ανάγκη να σκεφτεί το πολιτικό κόστος.
ΔΕΝ γίνεται, δεν υπάρχει που λένε και οι νεοέλληνες, τούτες τις κρίσιμες ώρες:
  • Να διατηρούνται τόσες ΔΟΥ σε κάθε πόλη, κωμόπολη και χωριό. Μία σε κάθε νομό - το πολύ - και τα υπόλοιπα (εισπράξεις, πληρωμές κλπ) στις τράπεζες και δι΄αλληλογραφίας. 
  • Να διατηρούμε Πανεπιστήμια, Σχολές, Τμήματα, Στρατόπεδα σε κάθε ραχούλα, προκειμένου να εξυπηρετηθούν μικρά και μεγαλύτερα τοπικά συμφέροντα.
  • Να μισθοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό ιερείς, μουφτήδες και όλη η Ιεραρχία κάθε δόγματος. Ή η Εκκλησία είναι κομμάτι του Δημοσίου άρα και η περιουσία της άρα και η μισθοδοσία και η συνταξιοδότηση των λειτουργών της ή δεν είναι κομμάτι του Δημοσίου και άρα αναλαμβάνει η ίδια τα οικονομικά βάρη. Πως γίνεται πάντα τα βάρη να πέφτουν στον κρατικό κορβανά και τα κέρδη στον Εκκλησιαστικό παράγοντα δεν το έχω καταλάβει.
  • Να εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό κόμματα. Ναι, να αναζητήσουν μόνα τους κεφάλαια. Ξέρουν αυτά.
  • Να διατηρούμε -άκουσον άκουσον! - μια διαφορετική μπάντα για κάθε ένστολο σώμα. Μέτρησα έξι(!) διαφορετικές μπάντες - ναι, μουσικές!- μία για το Στρατό, μία για το Ναυτικό, την Αεροπορία, το Λιμενικό, την Αστυνομία, την Πυροσβεστική και δεν ξέρω πόσες άλλες ακόμα μπορεί να υπάρχουν! Κάποιος μου εξήγησε ότι υπάρχουν και ξεχωριστές μπάντες σε κάθε πόλη του κάθε σώματος! Χώρια οι Δημοτικές! Φαίνεται ότι το Δημόσιο έχει μια στρατιά ολόκληρη μουσικούς!
Αυτά και άλλα πολλά δεν τα ξέρει ο κ. Παπαδήμος. Δεν πρέπει να τα ξέρει. Ένας τεχνοκράτης με τέτοια εμπειρία δεν θα ήταν δυνατόν να τα ξέρει και να παραμένει στη θέση του χωρίς να κάνει τίποτα γι΄αυτά! Χωρίς καν να μας έχει κοινοποιήσει ένα σχέδιο για το πως και πότε έχει σχεδιάσει να τα διορθώσει. Είπαμε δεν μετράει το πολιτικό κόστος ένας τεχνοκράτης Πρωθυπουργός. Ή μήπως το μετράει; Λέτε...;

11 Δεκ 2011

Ο Νεο-Εθνικο-Νομισματισμός και το Αριστερο-Δεξιό Αντι-Μνημόνιο!

Αυτό ήταν! Το γράψαμε και το μυθιστορηματάκι - δεν ξέρω αν σ' άρεσε, εμένα πάλι μ' άρεσε πολύ - και θα κυκλοφορήσει δωρεάν και σε pdf για τις γιορτές, βελτιωμένο και πλήρες. Πληροφορίες εντός και σε λίγο! 

Σχετικά με τα τρέχοντα τώρα. 

Φαίνεται ότι έχουμε μπει για τα καλά στο στάδιο της "Κατάθλιψης" που περιγράφαμε εδώ και τα χαρακτηριστικά αυτού του σταδίου διαπερνούν κάθετα ολόκληρη την κοινωνική λειτουργική δομή. 


Κατά τα άλλα ουδέν νεώτερον, αφού και καινούρια μέτρα υπάρχουν στον ορίζοντα και η brand-new Κυβερνησάρα μας μόνο ως πολιτικός σάκος του μποξ χρησιμεύει στο πολιτικό μας κατεστημένο.


Η τάση λοιπόν στην κοινωνία διαφαίνεται άκρως παθογόνα. Εντείνεται ένας νεο-εθνικο-νομισματισμός, μια αλλοτρίωση της ορθής οικονομικής και πολιτικής πρακτικής, που αναβιβάζει την έννοια του εθνικού νομίσματος ως τη θαυματουργή φιλοσοφική λίθο που θα αναζωογονήσει τη θανούσα ελληνική οικονομία.
Το ενδιαφέρον είναι ότι σε αυτή την τάση ευθυγραμμίζονται ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις που κινούνται στα πολιτικά άκρα, δεξιά και αριστερά, προπομπός ίσως μιας ευρύτερης μαζικής άρνησης της πραγματικότητας.


Εκείνο που κεντρίζει όμως ιδιαίτερα το πολιτικό μας αισθητήριο είναι μια αποστροφή του κ. Πρωθυπουργού δανεισμένη από τον Τζ. Κένεντι και πολύ τετριμμένη, αφού επαναλαμβάνεται οψέποτε η εκάστοτε πολιτική ηγεσία δεν διαθέτει ούτε άποψη, ούτε ισχύ, ούτε βούληση, ούτε ικανότητα. "Ρωτήστε τι μπορείτε να κάνετε εσείς για την Πατρίδα σας"! Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς; Μπορούμε να σας υπενθυμίσουμε το καθήκον σας. Όχι ότι δεν τα ξέρουν αλλά αφού μας κάνουν πλάκα υποκρινόμενοι ότι αυτοί έκαναν ό,τι μπορούσαν ή κάνουν ό,τι μπορούν, ας κάνουμε τον κόπο -ως προσφορά προς την Πατρίδα - να τους υπενθυμίσουμε το ελάχιστο καθήκον τους.



  • Γιατί - ας πούμε - δεν απολύθηκαν όσοι διορίστηκαν στο Δημόσιο εκτός ΑΣΕΠ, κάνοντας χρήση των νόμων που αφορούσαν συνεργάτες και συγγενείς βουλευτών και πολιτικών, αντί να οδηγηθούν στην εφεδρεία οι ολίγες χιλιάδες δημοσίων υπαλλήλων; Το οικονομικό αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο - στην πραγματικότητα μηδενικό αφού δεν συρρικνώνεται δραστικά το Δημόσιο - αλλά το ηθικό αποτέλεσμα στην κοινωνία τεράστιο. Γιατί δεν το κάνετε για την Πατρίδα κ. Πρωθυπουργέ;
  • Διαβάζουμε για την αστοχία στην είσπραξη των εσόδων. Γιατί κ. Πρωθυπουργέ δεν συνδέετε το ύψος των απολαβών των αρμοδίων οργάνων και των αρμοδίων προς την είσπραξη των δημοσίων εσόδων υπαλλήλων με το ύψος των ποσών που κατορθώνουν να εισπράττουν; Γιατί οι υπάλληλοι της Χ ΔΟΥ ή της Υ εισπρακτικής υπηρεσίας να πληρώνονται ακέραιο το μισθό τους ενώ δεν κατορθώνουν να εισπράξουν, όπως τον ίδιο μισθό θα εισπράξουν κι εκείνοι που πράττουν το καθήκον τους; Γιατί δε θεσμοθετείτε την διαφοροποίηση, την ανταμοιβή και τον ανταγωνισμό; Πρώτη φορά το ακούτε;
  • Ακόμη καλύτερα, γιατί δε διασυνδέετε τις απολαβές των υπαλλήλων ή των λειτουργών του Δημοσίου σε όλους τους τομείς με το βαθμό ικανοποίησης που απολαμβάνουν από τους πολίτες που εξυπηρετούν; Γιατί να αμείβεται το ίδιο ένας γιατρός ή ένας δάσκαλος που οι ίδιοι οι πολίτες θα βαθμολογούν τις υπηρεσίες του με υψηλό βαθμό από έναν που δεν εισπράττει την ίδια βαθμολογία;

Και παρακαλώ μη μου πει κανείς ότι δε γίνεται. Σε βήματα, για να το καταλάβουν όλοι οι καρεκλοκένταυροι:


Ο Λάθος Τρόπος:
Ανεξάρτητα που και πόσο εργάζεται ο εφοριακός, ο δάσκαλος, ο γιατρός, ο νοσοκόμος, πληρώνεται τον ίδιο μισθό, είτε εξυπηρετεί έναν είτε εκατό φορολογούμενους, μαθητές, ασθενείς και επίσης ανεξάρτητα αν τους εξυπηρετεί καλά, μέτρια ή καθόλου.


Ο Σωστός Τρόπος:
Σε κάθε μονάδα του Δημοσίου, ιατρική, σχολική, οικονομική ή άλλη, αποδίδεται ένα ελάχιστο ποσό λειτουργίας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνεται και η μισθοδοσία. Αν η συγκεκριμένη μονάδα αποκτήσει περισσότερους πελάτες-πολίτες καθιστάμενη πιο φιλική, πιο αποδοτική πιο λειτουργική και κατορθώσει να προσελκύσει κόσμο, τότε θα απολαμβάνει μεγαλύτερο ποσό χρηματοδότησης. Είναι στην ευχέρεια του προϊσταμένου της μονάδας να χρησιμοποιήσει αυτό το ποσό κάνοντας τον προγραμματισμό του, για βελτίωση των μισθών του προσωπικού. για πρόσληψη υπαλλήλων ή για καινούριο εξοπλισμό, προκειμένου να προσελκύσει περισσότερους πελάτες-πολίτες και να απολάβει μεγαλύτερο ποσό από τον προϋπολογισμό. Αν οι πολίτες δεν την προτιμούν, η μονάδα κλείνει και οι υπάλληλοι απολύονται. Απλό.


Πάλι πρώτη φορά το ακούτε, οι κινούντες το δάχτυλο στους πολίτες;


Τα ξέρετε. Αυτά θέλω να κάνετε εσείς για την Πατρίδα κύριοι της Κυβέρνησης.


Να το κάνω πιο "λιανά"; Ένα πιο χειροπιαστό παράδειγμα:


Γιατί οι εφορίες δεν φροντίζουν να δημιουργήσουν ένα ανθρώπινο περιβάλλον που θα προσελκύσει τους πολίτες αντί να τους απωθεί; Το ισοδύναμο μιας ΔΟΥ είναι ένα υποκατάστημα τράπεζας. Γιατί οι πολίτες προτιμούν να πληρώσουν -ας πούμε - τα τέλη κυκλοφορίας στις τράπεζες κι όχι στις ΔΟΥ; Γιατί να μην εισπράττουν οι ΔΟΥ το ζεστό χρήμα; Μα γιατί κανείς δε θέλει να στηθεί στην ουρά από τα ξημερώματα για ένα χαρτάκι τελών κυκλοφορίας. Κανείς δε θέλει να χάσει το χρόνο του περνώντας από τρία διαφορετικά γραφεία μέχρι να φύγει με το σήμα των τελών. Οπότε προτιμά την τράπεζα. Και η τράπεζα θα αποκτήσει και τη ρευστότητα και με ένα ικανό υπάλληλο, έναν επιπλέον πελάτη. 


Ποιος προϊστάμενος ΔΟΥ προσπάθησε να ανταγωνιστεί ποτέ μια τράπεζα; 
Μπορεί; Ναι. Θέλει; Όχι! Θα έπρεπε να θέλει; Και πάλι όχι γιατί δεν έχει κίνητρο. 


Ποιος λοιπόν δεν δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες; 
Μήπως εκείνος που σήμερα ζητάει να ρωτήσουμε τι κάνουμε εμείς για την Πατρίδα. 
Μήπως κι αυτός είναι αιχμάλωτος του Αριστερο-Δέξιου μετώπου που τελικά τείνει να μας επιβάλλει το νεο-εθνικο-νομισματισμό ως όπιο για την παραπέρα εξαθλίωσή μας;



10 Δεκ 2011

Δώδεκα Λίθοι: Μαργαριτάρι

Ένα μίνι διαδικτυακό μυθιστόρημα σε συνέχειες...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΡΙΤΟ
Μαργαριτάρι
 -Η μισή αλήθεια είναι χειρότερη από ένα ολόκληρο ψέμα, άρχισε ο Μίλτος Λαμπωτάς, ο μυστηριώδης καλοντυμένος μουσάτος. Και συνέχισε.
-Το ψέμα, θα αποκαλυφθεί, θα αντικατασταθεί απ΄την αλήθεια κάποια στιγμή ή θα το καταλάβει κανείς εύκολα. Η μισή αλήθεια παραπλανά, σε απομακρύνει απ΄την πραγματικότητα. Έχει μέσα της μισό ψέμα αλλά και την ύπουλη πρόθεση να σε πάει πιο μακρυά. Εσείς λοιπόν ξέρετε τη μισή αλήθεια. Κι αυτό δε σας αφήνει να δείτε όλη την αλήθεια.
-Και ποια είναι η αλήθεια τέλος πάντων; ρώτησε ο Γιάννης.
-Η αλήθεια είναι ότι ο αστυνόμος Ζωναίος σας παραπλάνησε. Σας απέκρυψε ότι αυτός μαζί με τον πρώην Υπουργό τον Αριστογένη εμπνεύστηκαν την υπόθεση των δώδεκα. Αυτοί ήταν που οργάνωσαν και δρομολόγησαν όλο το σχέδιο. Κι αυτοί είναι που τώρα προσπαθούν να μαζέψουν όλα τα στοιχεία στο Υπουργείο Εξωτερικών. 
-Μα γιατί; ρώτησε η Μαίρη.
-Για διαφορετικούς λόγους, απάντησε ο Λαμπωτάς. Ο Ζωναίος ήθελε να μαζέψει πολύτιμους λίθους από απληστία κι ο Αριστογένης γιατί είναι ένας τρελλός κοινωνικός επιστήμονας που ήθελε να εφαρμόσει τις παρανοϊκές του θεωρίες οργανώνοντας ένα τεράστιο κοινωνικό πείραμα στις ακραίες συνθήκες της κρίσης, βασιζόμενος στις θεωρείες του πατέρα του.
-Κι εσείς; Ποιος είστε εσείς; ρώτησε ο Γιάννης.
-Είμαι ο Μίλτος Λαμπωτάς. Πρώην τραπεζίτης και τώρα θα έλεγα ένα είδος αργόσχολου τύπου που προσπαθεί να βοηθήσει την κοινωνία που δοκιμάζεται. Με το δικό μου τρόπο βέβαια. Έμαθα για τους λίθους από τον Κλεισθένη και το βρήκα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι στην αρχή. Κάποια στιγμή κατά τύχη είδα τον αμέθυστο του Γιάννη και του έδωσα κάποια χρήματα. Το είχα κάνει πάρα πολλές φορές. Η μοίρα όμως έπαιξε πολύ πιο παράξενο παιχνίδι. Μετά ο Κλεισθένης πέθανε και στη συνέχεια μετά το θάνατο του Κλεισθένη κατάλαβα ότι κάτι πολύ περίεργο κρυβόταν. Τελικά με λίγα παραπάνω χρήματα, έμαθα ότι ο Ζωναίος έστησε την παγίδα στον Κλεισθένη και τον οδήγησε στην καρδιακή προσβολή. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. 
-Και πως ξέρουμε ότι λέτε αλήθεια και δε θα βάλετε τους μπράβους σας να μας καθαρίσουν; ρώτησε η Μαίρη γεμάτη τρόμο.
-Πάμε μια μικρή βόλτα, είπε μαλακά ο Λαμπωτάς και χτύπησε ελαφρά στον ώμο τον οδηγό του που ξεκίνησε. Στο μεταξύ είχαν επιβιβαστεί και οι δυο σωματοφύλακες του Λαμπωτά στη λιμουζίνα.
Παιρνώντας έξω απ΄το Υπουργείο Εξωτερικών, κόσμος και περιπολικά ήταν μαζεμένοι. Μια ομάδα αστυνομικών συνόδευαν το Ζωναίο και τον Αριστογένη σε μια κλούβα. Ο Γιάννης και η Μαίρη κοίταξαν το Λαμπωτά.
-Μάλλον θα βρήκαν τον κατάλογο με τους αποδέκτες των μεγάλων φορτίων λίθων, αυτό που έψαχναν, είπε ο Λαμπωτάς.
Ένα ασθενοφόρο θα μετέφερε τον αιμόφυρτο Πείσανδρο που τώρα βρισκόταν πάνω σ΄ένα φορείο.
-Μα τι...ο Γιάννης δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την ερώτηση.
-Χτύπησαν τον υπάλληλο πολύ άσχημα και μετά μάλλον θα τον πέταγαν απ΄το παράθυρο. Το έχουν ξανακάνει. Ίσως να ενοχοποιούσαν εσάς αν βρισκόντουσαν σε δύσκολη θέση, είπε ο Λαμπωτάς.
-Και τώρα; ρώτησε η Μαίρη.
-Τώρα καλή μου, τίποτα. Η ζωή συνεχίζεται, εσείς όμως νομίζω ότι είναι γραφτό να τη συνεχίσετε μαζί, είπε ο Λαμπωτάς. Έβγαλε απ΄το παλτό του ένα κουτάκι και το έδωσε στο Γιάννη.
-Γιατί δεν της το προσφέρεις; είπε ο Λαμπωτάς κι έκλεισε το μάτι γελώντας.
Ένα τεράστιο μαργαριτάρι πάνω σ΄ένα δαχτυλίδι από λευκόχρυσο φάνηκε στο άνοιγμα του κουτιού. Κάτω απ΄το δαχτυλίδι βρισκόταν ένα κλειδί, μάλλον σπιτιού.
-Ο φίλος μου ο Κλεισθένης δε νομίζω να είχε αντίρρηση αν μένατε σπίτι του, συνέχισε ο Λαμπωτάς. Εξάλλου πίστευε κράδαντα ότι οι πολύτιμοι λίθοι σώζουν ζωές...
ΤΕΛΟΣ

30 Νοε 2011

Δώδεκα Λίθοι: Διαμάντι


Ένα μίνι διαδικτυακό μυθιστόρημα σε συνέχειες...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΡΙΤΟ
Διαμάντι
Κάτω στο δρόμο εν τω μεταξύ, ο Γιάννης με τη Μαίρη έκαναν στην αρχή δυο -τρεις βόλτες γύρω απ΄το Υπουργείο με το αυτοκίνητο, η ώρα περνούσε και είπαν να ξεμακρύνουν λίγο προς το Πολεμικό Μουσείο. 
Η εικόνα στους δρόμους απογοητευτική όπως πάντα άλλωστε τα τελευταία χρόνια. 
-Πιστεύεις ότι θα βρουν κάτι;  ρώτησε κάποια στιγμή η Μαίρη.
-Δεν ξέρω. Μακάρι. Ο Γιάννης ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του. 
-Αλλά και πάλι, πολύ μπλέξιμο βρε παιδάκι μου. Ολλανδία, σου λέει και τρέχα-γύρευε. Και άραγε να μας παρακολουθούν ακόμα; Η Μαίρη επέμενε.
-Α! Αυτό το είχα ξεχάσει, απάντησε ο Γιάννης. Αλήθεια, τώρα το ξαναθυμήθηκα γιατί φύγαμε προχτές το βράδυ άρον-άρον. 
Ο Γιάννης κοίταξε απ΄τον καθρέφτη, για να δει τι γίνεται πίσω κι αν τους ακολουθεί κανείς.
-Δε βλέπω τίποτα. Εξάλλου πως να μας παρακολουθήσει; Δε θα το καταλαβαίναμε με ένα άλλο αυτοκίνητο θα είμαστε όλα κι όλα δύο στο δρόμο.
Δεν είχε άδικο, αφού η άλλοτε γεμάτη αμάξια λεωφόρος τώρα ήταν γεμάτη άστεγους. Τα αυτοκίνητα είχαν αραιώσει πολύ, εδώ και καιρό. 

Ξαφνικά ο Γιάννης πάτησε απότομα το φρένο. Το αυτοκίνητο τραντάχτηκε, η Μαίρη κόντεψε να φύγει απ΄το παρμπρίζ και ο Γιάννης έκανε αναστροφή καθώς τα λάστιχα έτριξαν στο δρόμο. Ένα μπουλούκι αστέγων απ΄το πεζοδρόμιο σκορπίστηκε φωνάζοντας, κι ο Γιάννης κατέβαινε τώρα τη Βασιλίσσης Σοφίας με μεγάλη ταχύτητα.
-Γιάννη! Τι έγινε τώρα; Ούρλιαξε η Μαίρη.
-Να...εκεί! είπε ο Γιάννης χωρίς να πάρει τα μάτια του απ΄το δρόμο, δείχνοντας μπροστά.

Μια μαύρη λουστραρισμένη λιμουζίνα είχε παρκάρει στην άκρη του δρόμου μπροστά τους. 
Ο Γιάννης σταμάτησε πίσω της.
-Μην κατέβεις, είπε στη Μαίρη, άφησε τη μηχανή αναμμένη και κατέβηκε απ΄το αυτοκίνητο.

Πλησίασε τη λιμουζίνα. Στο πίσω κάθισμα διέκρινε μέσα απ΄τα σκούρα τζάμια έναν άντρα, ο οδηγός ήταν στη θέση του και δίπλα απ΄το αυτοκίνητο είχαν σταθεί δυο πανύψηλοι τύποι, ντυμένοι με μαύρα κουστούμια. Τους αναγνώρισε. Ήταν οι τύποι του επεισοδίου με τον αμέθυστο, στην πλατεία Συντάγματος λίγες μέρες πριν. Ο Γιάννης πλησίασε κι άλλο. Ο τύπος απ΄το πίσω κάθισμα κατέβασε το τζάμι και εμφανίστηκε στο παράθυρο. 
-Καλημέρα! είπε ο μουσάτος. Πραγματικά ήταν ο μουσάτος του επεισοδίου.
Ο Γιάννης τον κοίταζε αμήχανος. Με όλα αυτά που είχαν συμβεί, δεν ήξερε τι να κάνει. Περίμενε τα χειρότερα.
-Με θυμάσαι ασφαλώς! συνέχισε ο μουσάτος.
-Ναι... απάντησε ο Γιάννης ψελλίζοντας.
-Έλα...έλα πέρασε στο αμάξι. Ο τύπος επέμενε και άνοιξε την πόρτα.
Ο Γιάννης έριξε μια ματιά στη Μαίρη, που φαινόταν να έχει τρομάξει πολύ και του έκανε απελπισμένα νοήματα να φύγουν. Ο Γιάννης της έγνεψε ότι ήταν εντάξει. Μπήκε στο αμάξι και κάθισε δίπλα απ΄το μουσάτο.
-Την προηγούμενη φορά δεν προλάβαμε να συστηθούμε ή καλύτερα δεν ήταν κατάλληλες οι στιγμές για να το κάνουμε: Μίλτος Λαμπωτάς.
-Γιάννης...
-Λοιπόν, Γιάννη νομίζω ότι έτσι όπως γνωριστήκαμε δεν ήταν πρέπον, θα ήταν καλό να ξαναγνωριστούμε. 
Ο Γιάννης τα ΄χασε. Αλλά ο μουσάτος συνέχισε.
-Γιατί δεν έρχεται και η κοπέλα; Μαίρη νομίζω...κι έκανε νόημα στους σωματοφύλακες να φωνάξουν και τη Μαίρη. 
Ο Γιάννης της έκανε νόημα ότι όλα είναι καλά, έτσι αισθανόταν τουλάχιστον και σε λίγο η Μαίρη καθόταν μαζί τους στη λιμουζίνα. Ο Μίλτος Λαμπωτάς παράγγειλε καφέδες και σάντουιτς στους γορίλες του, αυτοί τα έφεραν αμέσως και μετά την πρώτη ρουφηξιά καφέ ο μέχρι πριν λίγο άγνωστος μουσάτος άρχισε να διηγείται μια παράξενη ιστορία. Στη γραβάτα του λαμπύριζε ένα πανάκριβο διαμάντι. Το ίδιο και στο μπαστούνι που κρατούσε. Άλλα δυο μικρά διαμάντια κοσμούσαν τα μανικετόκουμπά του. Ο τύπος ήταν ένα κινητό αδαμαντωρυχείο. Αλλά η ιστορία που διηγήθηκε ήταν ακόμη πιο πολύτιμη. 
(Συνεχίζεται...)

27 Νοε 2011

Δώδεκα Λίθοι: Ζαφείρι


Ένα μίνι διαδικτυακό μυθιστόρημα σε συνέχειες...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΡΙΤΟ
Ζαφείρι
Μαζεύτηκαν όλοι πάνω απ΄το παλιό ημερολόγιο. Για άλλη μια φορά το μυστήριο των πολύτιμων  λίθων γινόταν πιο σκοτεινό, μολονότι άλλο ένα στοιχείο βρισκόταν μπροστά τους. 
-Λοιπόν, τι λέτε; ρώτησε ο Αριστογένης. 
-Σίγουρα, είπε ο Γιάννης, η ιστορία με τους πολύτιμους λίθους είναι πολύ πιο βαθιά απ΄ότι σκεφτόμασταν. Και τώρα; τι κάνουμε; Πάμε στην Ολλανδία; κι έβαλε τα γέλια. Η κατάσταση έφτανε σε αδιέξοδο.
-Μπορούμε πάντως να κάνουμε κάτι πιο απλό, παρατήρησε ο Ζωναίος.
-Τι σκέφτεσαι αστυνόμε; αναρωτήθηκε ο Αριστογένης.
-Αν καταλαβαίνω καλά, αυτή η Ολλανδική πόλη πρέπει να συνδέεται με το ζήτημα των πολύτιμων λίθων. Ο πατέρας σας μας δίνει ένα μήνυμα, αφού μπήκε στον κόπο να ζωγραφίσει αυτά τα σχέδια στο ημερολόγιό του. Λοιπόν, η ξαδέρφη του Κλεισθένη μας είχε πει ότι ο Κλεισθένης στο εξωτερικό είχε με κάποιο τρόπο μυηθεί στο θέμα των λίθων. Το βρίσκω πολύ φυσικό να υποθέσω ότι αυτό έγινε στην Ολλανδία. Λοιπόν, που θα μπορούσαμε να μάθουμε για όλα αυτά; Που θα μπορούσαν να υπάρχουν στοιχεία για εισαγωγές πολύτιμων λίθων από τόσο παλιά, ποιοι συνδέονται μ΄αυτό και τέλος πάντων ό,τι θα μπορούσε να μας ενδιαφέρει; Προτείνω λοιπόν Υπουργέ μου να μας βοηθήσετε να τα βρούμε όλα αυτά. Να τι σκέφτομαι. Είπε ο Ζωναίος, με μια ανάσα.
-Δηλαδή, στο Υπουργείο Εξωτερικών; ρώτησε ο Αριστογένης;
-Ναι, ακριβώς! Στη Διεύθυνση Εμπορικών Σχέσεων! Τώρα ο Ζωναίος χαιρόταν.
-Καλή η ιδέα σου αστυνόμε αλλά τι θα κάνουμε παραπέρα; ρώτησε ο Γιάννης
-Τι εννοείς; ο Ζωναίος στράφηκε προς το Γιάννη.
-Ας υποθέσουμε ότι βρίσκουμε και στοιχεία και ονόματα και διάφορα. Τι θα κάνουμε; Θα συλλάβετε κάποιον για εισαγωγή πολύτιμων λίθων; Επίσης ας υποθέσουμε ότι βρίσκουμε κάποιον απ΄τους δώδεκα τύπους που παίζουν το σερίφη της πόλης. Τι θα κάνουμε; Θα τον συλλάβετε και μετά θα περιμένουμε να παραδοθούν άλλοι έντεκα; Γίνονται αυτά σήμερα; Ο Γιάννης μοιράστηκε την απαισιοδοξία του με τους υπόλοιπους.
Ο Ζωναίος έβαλε τα γέλια και οι υπόλοιποι τον κοίταξαν με απορία. 
-Έχω ένα σχέδιο, τους είπε κλείνοντας το μάτι. Αλλά καλύτερα να δούμε πρώτα τι στοιχεία υπάρχουν και μετά θα σας πω τι θα κάνουμε! Ο αστυνόμος φαινόταν πολύ σίγουρος.
-Ωραία λοιπόν. Κοιμάστε εδώ το βράδυ κι αύριο το πρωί ξεκινάμε για Αθήνα, για το Υπουργείο. Δεν πιστεύω να μην θυμούνται έναν παλιό τους φίλο...ήταν η σειρά του Αριστογένη να αστειευτεί.
Είχε ξημερώσει όταν ο Ζωναίος με τον Αριστογένη ξύπνησαν το Γιάννη και τη Μαίρη που κοιμόντουσαν ακόμα στο ισόγειο. 
-Θα πάρουμε το πρωινό μας στο δρόμο, είπε ο Αριστογένης που τους έδειξε ένα σακουλάκι που είχε προετοιμάσει και κρατούσε, προφανώς με φαγώσιμα. Φαινόταν τόσο αστείο το θέαμα του πρώην Υπουργού που τώρα είχε φορέσει κουστούμι, γραβάτα και τα ασημένια του μανικετόκουμπα, να κρατάει ένα σακουλάκι με πρόχειρο φαγητό αντί για ένα χαρτοφύλακα.
-Θα πάμε με το βανάκι; ρώτησε ο Ζωναίος; Δε θα μας πάει ούτε δέκα χιλιόμετρα...ο αστυνόμος μάλλον δεν είχε λογαριάσει καλά το θέμα της μετακίνησης.
-Αστυνόμε, θα πάμε με το δικό μου αυτοκίνητο, απάντησε ο Αριστογένης, που είχε ήδη ανοίξει την πόρτα. 
Στο πλάι της αγροικίας του Αριστογένη, ήταν καλυμμένο με μια κουκούλα παμπάλαιη, ένα αυτοκίνητο. Σε λίγο έτρεχαν στην εθνική προς Αθήνα.
 Έφτασαν έξω απ΄ το Υπουργείο Εξωτερικών λίγο πριν το μεσημέρι. Σε τίποτα δε θύμιζε το κτίριο στη Βασιλίσσης Σοφίας το παλιό Υπουργείο. Με γκράφιτι στους τοίχους, σπασμένα τζάμια και πρόχειρα επισκευασμένα με αυτοκόλλητες ταινίες και χαρτόνια, ξεχαρβαλωμένη η εξώπορτα, δυο αστυνομικοί βαριεστημένοι να κάθονται μπροστά στην είσοδο αδιαφορώντας για οτιδήποτε, ρακένδυτοι υπάλληλοι να μπαινοβγαίνουν και τριγύρω το γνώριμο πλήθος των αστέγων.
Ο Αριστογένης πάρκαρε το αυτοκίνητο μπροστά ακριβώς στην είσοδο και είπε:
-Γιάννη θα πάρεις το αυτοκίνητο και θα φύγετε. Θα κάνετε βόλτες και θα γυρίσετε σε μια ώρα. Εγώ με το Ζωναίο θα ανέβουμε πάνω και δεν θα κατέβουμε αν δεν σας δούμε. Θα περιμένετε δύο τρία λεπτά και μετά αν δεν κατέβουμε θα ξανακάνετε βόλτες και ανά μισή ώρα θα περνάτε από εδώ. Εντάξει; Κατάλαβες;
-Εντάξει απάντησε ο Γιάννης.
Κατέβηκαν, ο Αριστογένης με το Ζωναίο μπήκαν στο Υπουργείο και ο Γιάννης κάθισε στη θέση του οδηγού και δίπλα του η Μαίρη. Έβαλε μπροστά και έφυγαν.
Ο Αριστογένης με το Ζωναίο ανέβηκαν τις σκάλες, ούτε λόγος πια για ασανσέρ και  όπως έδειχναν τα πράγματα ούτε και για καθαρίστριες, έφτασαν στο δεύτερο όροφο κι ο Αριστογένης έδειξε στο Ζωναίο ότι χρειαζόταν μια ανάσα.
Προχώρησαν στο μισοσκότεινο διάδρομο και έφτασαν μπροστά από μια πόρτα που η χειρόγραφη πινακίδα πρόδιδε ότι πίσω της βρισκόταν η Διεύθυνση Εξωτερικού Εμπορίου. Ο Αριστογένης μπήκε χωρίς να χτυπήσει και τον ακολούθησε ο Ζωναίος. Στο βάθος του γραφείου, προς τη μεριά των παραθύρων ,ήταν σκυμμένος ένας άντρας πάνω στα χαρτιά του αλλά μάλλον κοιμόταν γιατί ήταν ακίνητος και όπως προχώρησαν είδαν ότι είχε τα μάτια του κλειστά.
Ο Αριστογένης τον ακούμπησε μαλακά στην πλάτη, ο υπάλληλος ξύπνησε, ταράχτηκε αλλά μόλις είδε τον Αριστογένη σηκώθηκε πάνω, έσιαξε το φθαρμένο του κουστούμι, στάθηκε ίσια και με μια ελαφρά υπόκλιση είπε:
-Υπουργέ μου! Πως είστε! έτεινε το χέρι του κι ο Αριστογένης ανταπέδωσε αμέσως τη χειραψία.
-Βασίλη...τι κάνεις; Χρόνια έχω να σε δω! ρώτησε ο πρώην Υπουργός.
-Τι να κάνω Υπουργέ μου, τα βλέπετε...έσκυψε το κεφάλι σαν να ήθελε να απολογηθεί ο ίδιος για τη γνωστή κατάσταση. 
Ο Αριστογένης άλλαξε αμέσως το κλίμα.
-Αστυνόμε να σου συστήσω τον κύριο Βασίλη Πείσανδρο, ανώτερο υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών και κάτοχο διδακτορικού στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, τα λέω σωστά Βασίλη ή έχασα κάτι;
-Πολύ σωστά κύριε Υπουργέ...όπως πάντα! απάντησε ο υπάλληλος.
-Χάρηκα πολύ, αντέτεινε ο Ζωναίος και χαιρέτησε τον Πείσανδρο.
-Και τώρα Βασίλη, θέλουμε τη βοήθειά σου για ένα θέμα πολύ σοβαρό. Αλλά λυπάμαι που δεν μπορώ να σου πω πολλές λεπτομέρειες, πρέπει όμως να με πιστέψεις ότι πρόκειται για ζήτημα με πολλές και εξαιρετικά επικίνδυνες προεκτάσεις. Ο Αριστογένης είχε βάλει μπροστά τη διπλωματική γλώσσα.
-Ό,τι θέλετε Υπουργέ μου κι ό,τι περνάει απ΄το χέρι μου. Πείτε μου. Η απάντηση του Πείσανδρου ήταν πολύ ενθαρρυντική.
-Βασίλη παιδί μου, θέλω να δεις τα αρχεία σου και να μας βρεις ό,τι στοιχείο έχεις στο Υπουργείο για πολύτιμους λίθους σε σχέση με μια διεύθυνση στην Ολλανδία και τον Ισίδωρο Κλεισθένη τον πρώην βιομήχανο. Αυτά μπορώ να σου πω για τώρα. Ο Αριστογένης είχε περιγράψει με λίγα λόγια ό,τι χρειαζόταν.
-Βεβαίως Υπουργέ μου, ό,τι θέλετε, είπε ο Πείσανδρος, κοιτάζοντας το χαρτάκι με την Ολλανδική διεύθυνση που του έδινε τώρα ο Αριστογένης. Οπότε επιτρέψτε μου για λίγο και θα γυρίσω με κάθε στοιχείο που υπάρχει στο αρχείο μας. Στο μεταξύ λυπάμαι που δεν έχω να σας προσφέρω κάτι εκτός από νεράκι...
-Μην ανησυχείς Βασίλη, θα είμαστε εντάξει είπε ο Αριστογένης με κατανόηση.
Ο Πείσανδρος βγήκε απ΄ το γραφείο. Η ώρα περνούσε κι ο Αριστογένης κοιτούσε απ΄το παράθυρο με ανυπομονησία. 
Κάποια στιγμή ο Πείσανδρος επέστρεψε, χωρίς το σακάκι του αυτή τη φορά, κουβαλώντας ένα χαρτοκιβώτιο σκονισμένο. 
-Υπουργέ μου εδώ είναι όλα! Αναφώνησε χαρούμενος, όσο χαρούμενος μπορεί να δείχνει ένας ταλαιπωρημένος, κακοπληρωμένος και πεινασμένος διπλωματικός.
Ο Αριστογένης έβαλε τα γυαλιά του κι ο Ζωναίος πλησίασε στο γραφείο που ο Πείσανδρος ακούμπησε το χαρτοκιβώτιο. Άρχισαν να βγάζουν ένα-ένα τα έγγραφα και τo υπόλοιπο περιεχόμενο του κουτιού. Έγγραφα κιτρινισμένα, όπου κατέγραφαν επαφές υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών με συναδέλφους τους Ολλανδούς και αφορούσαν τις μεταφορές πολύτιμων λίθων από το Ολλανδικό Ζβόλε στην Αθήνα. Ονόματα, πρακτικά συσκέψεων, λεπτομέρειες που αφορούσαν κάθε τι σχετικό, από την ασφαλή μεταφορά των λίθων μέχρι τον ορισμό εμπειρογνωμόνων για τον καθορισμό της αξίας, του είδους και των στοιχείων του κάθε φορτίου λίθων. Φαίνεται ότι το Υπουργείο είχε δώσει πολύ μεγάλη σημασία στο θέμα. 
Ο Βασίλης Πείσανδρος έβγαλε απ΄το σωρό των χαρτιών ένα χάρτινο κουτάκι κι ένα έγγραφο μάλλον συνοδευτικό του.
-Να, κι ένα δώρο που έκανε η Ολλανδική εταιρεία με τους πολύτιμους λίθους στον δικό μας εκπρόσωπο σε μια σύσκεψη. Ο Πείσανδρος άνοιξε το κουτάκι που μάλλον είχε ξεχαστεί κλειστό, θύμα της αμείλικτης γραφειοκρατίας. Απ΄το κουτάκι βγήκε μια γαλάζια λάμψη, αντανάκλαση στο φως που έμπαινε απ΄το παράθυρο.
-Ένα ζαφείρι. Διαπίστωσε ο Αριστογένης.
-Πράγματι είπε ο Πείσανδρος. Τι ειρωνεία...ένας μικρός θησαυρός στα αρχεία μας. Και τον ανακαλύπτουμε τώρα...κρίμα!
-Κύριοι, δε νομίζετε ότι πρέπει να βάλουμε μια τάξη στα ευρήματά μας; Ο Ζωναίος  προσπαθούσε να συμμαζέψει το χάος απ΄τα έγγραφα που στο μεταξύ είχαν διασκορπιστεί δεξιά κι αριστερά στο γραφείο του Πείσανδρου.
-Δίκιο έχεις, είπε ο Αριστογένης. Αλλά νομίζω ότι μόλις βρήκα κάτι απίστευτα ενδιαφέρον! Κρατούσε στο χέρι του ένα ντοσιέ, που το είχε ήδη ανοίξει κι ενώ τα γυαλιά του κόντευαν να του φύγουν απ΄την ταχύτητα που το κεφάλι του κουνιόταν δεξιά-αριστερά καθώς διάβαζε το περιεχόμενο.
(Συνεχίζεται...)


25 Νοε 2011

Δώδεκα Λίθοι: Ρουμπίνι

Ένα μίνι διαδικτυακό μυθιστόρημα σε συνέχειες...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΤΡΙΤΟ
Ρουμπίνι
Ο Αριστογένης έμεινε για κάμποσο αμίλητος κοιτάζοντας έξω απ΄το παράθυρο. Κάποια στιγμή μίλησε:
-Να σας βοηθήσω αστυνόμε, αλλά πως; Δε βλέπεις τι γίνεται; Μια Αθήνα αγνώριστη, με χιλιάδες άστεγους, δυστυχισμένους, σκοτεινή, κατεστραμμένη σαν να πέρασε από πάνω της ένας τεράστιος οδοστρωτήρας, η αστυνομία να επιβλέπει απλά τον κόσμο στις ουρές των συσσιτίων, η Κυβέρνηση εξαφανισμένη. Μια Ελλάδα πάμφτωχη, ο κόσμος υποφέρει απ΄το κρύο και τις αρρώστιες και την πείνα. Κοιτάξτε τους εαυτούς σας. Ένας αστυνόμος χωρίς αστυνομία, ένας άστεγος και μια κοπέλα τρομαγμένη. Κι εγώ; Ένας γέρος, μόνος του στη μέση του πουθενά. Να σας βοηθήσω σε τι; Να ανακαλύψετε δώδεκα εκπαιδευμένους εγκληματίες που ένα παράλογο, θεότρελλο σχέδιο τους εξαπόλυσε μέσα σ΄αυτήν την κατεστραμμένη πόλη και στην διαλυμένη κοινωνία; Που διαθέτουν πρόσβαση σε όποια δυνατότητα έχει απομείνει στη χώρα; Τι πιθανότητες επιτυχίας έχουμε αστυνόμε; Και ποιον ενδιαφέρει; Θα προσφέρει κάτι στον κόσμο αν συλλάβεις τους δώδεκα; Θα φτιάξει σε κάτι η ζωή των ανθρώπων; Πες μου αστυνόμε. 

Ο Ζωναίος τον κοίταζε αμίλητος. Ο Γιάννης με τη Μαίρη ήταν κι αυτοί όρθιοι σε μια γωνιά, αγκαλιασμένοι.
-Έξι. Είπε σε κάποια στιγμή ο Γιάννης για να σπάσει τη σιωπή που ακολούθησε.
-Τι έξι; ρώτησε ο Ζωναίος.
-Οι πολύτιμοι λίθοι που έχουμε όλοι μαζί τώρα.Έξι: Ο αμέθυστος στο μενταγιόν μου, το τοπάζι της Μαίρης, ο Λάπις Λάζουλι ο δικός σας αστυνόμε στο κομπολόι, το Μάτι της Τίγρης που μας έριξαν τη νύχτα, ο οψιδιανός απ΄ το γραφείο σας και το Σμαράγδι του κυρίου Επικύδη πάνω στο τραπέζι μπροστά μας. Έξι. 

-Το έχω για προστασία, νόμιζα ότι καταλάβατε το λόγο, απολογήθηκε ο Αριστογένης χωρίς να γυρίσει προς το μέρος των επισκεπτών του.
-Ναι αλλά μόλις γίνουν δώδεκα τα πετράδια μας είπατε ότι...δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της η Μαίρη και το βλέμμα της έπεσε στο χέρι του Αριστογένη και είπε:
-Το έβδομο πετράδι το φοράτε στο δάχτυλο κύριε Επικύδη.

Ο Αριστογένης, αμήχανα κοίταξε το μικρό  δάχτυλο του δεξιού του χεριού. Πράγματι φορούσε ένα δαχτυλίδι χρυσό μ΄ένα μεγάλο κόκκινο πετράδι πάνω του.
-Ναι, το είχα ξεχάσει το δαχτυλίδι, ρουμπίνι είναι η πέτρα, οικογενειακό κειμήλιο είπε ο Αριστογένης και πριν αποσώσει τη φράση του, άρχισε να τρέχει προς τις σκάλες που οδηγούσαν μάλλον στον πάνω πάτωμα της μικρής αγροικίας. Σε λίγο, ο Αριστογένης Επικύδης κατέβηκε με ένα ύφος θριαμβευτικό, κρατώντας στα χέρια ένα μικρό βιβλιαράκι, με σκληρό καφετί εξώφυλλο.
-Δεσποινίς μου, αν μου το επιτρέπατε θα σας φιλούσα, είπε με χαμογελαστό ύφος και πριν προλάβει η Μαίρη να απαντήσει της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Έπειτα, έδειξε στους επισκέπτες του να ξανακαθήσουν και κάθησε κι ο ίδιος. Ήπιε ένα ολόκληρο ποτήρι με νερό και φάνηκε ότι ήταν έτοιμος να εξηγήσει το λόγο της μικρής αναστάτωσης.
-Φίλοι μου, το δαχτυλίδι αυτό όπως σας είπα είναι οικογενειακό κειμήλιο, το κληρονόμησα απ΄τον πατέρα μου, όπως κι αυτό το βιβλίο. Η παρατήρηση της Μαίρης μου άνοιξε τα μάτια και τη σκέψη, αφού μου θύμισε την ύπαρξή του. Σ΄αυτό το βιβλίο ο μακαρίτης ο πατέρας μου έγραφε τις σκέψεις του, τα ραντεβού του, κάθε τι που του έκανε εντύπωση, ένα είδος ημερολογίου ας πούμε.
Οι τρεις επισκέπτες του Αριστογένη κοιτάχτηκαν μεταξύ τους χωρίς να καταλαβαίνουν τι σχέση είχε το ημερολόγιο του πατέρα του πρώην Υπουργού με την υπόθεση των λίθων. Ο Αριστογένης κατάλαβε την αμηχανία και την απορία τους, χαμογέλασε και συνέχισε.
-Ο πατέρας μου ήταν ένας ευκατάστατος, πλούσιο θα τον λέγαμε, από κληρονομιά του παππού μου, καθηγητής της Φιλοσοφίας. Τον συμβουλεύονταν κι εκείνον οι πολιτικοί και οι ισχυροί της εποχής του, όποτε ήθελαν μια γνώμη ενός ανθρώπου τίμιου και σοφού. Μέσα λοιπόν στο ημερολόγιο αυτό έγραφε τις επαφές του, τις απόψεις του, τις γνώμες του και πολλά άλλα. Θυμήθηκα λοιπόν κάτι που είχα διαβάσει σ΄αυτό το ημερολόγιο πολύ παλιά. Γράφει ο πατέρας μου κάπου 50 ή 60 χρόνια πριν από σήμερα, ότι ήρθαν στο σπίτι να τον επισκεφθούν δυο πολύ σημαντικά πρόσωπα της εποχής του. Δεν τα κατονομάζει, αλλά επισημαίνει ότι ήταν οι δυο πιο ισχυροί άνδρες της χώρας εκείνη την περίοδο. Και του είπαν ότι αν κάτι πολύ άσχημο συνέβαινε στην Ελλάδα, είχαν οργανώσει κάποιο σχέδιο οικονομικό και κοινωνικό ώστε να επιβιώσει ένα μεγάλο μέρος των πολιτών. Δεν του εξήγησαν ακριβώς τι και πως αλλά ήθελαν να ξέρει μια συγκεκριμένη διεύθυνση στο εξωτερικό, να την εμπιστευθούν δηλαδή στον ίδιο κι αυτός με τη σειρά του σε δικά του έμπιστα άτομα. Γράφει επίσης στο ημερολόγιο ο πατέρας μου ότι του είπαν πως αυτή η διεύθυνση δεν πρέπει να γίνει γνωστή παρά μόνο σε ανθρώπους που ο πατέρας μου θα εμπιστευόταν τόσο πολύ όσο και οι δυο άνθρωποι αυτοί, τον ίδιο τον πατέρα μου. Και τη διεύθυνση αυτή τη γράφει εδώ μέσα! Βρίσκεται κάπου στην Ολλανδία, σε μια πόλη βόρεια του Άμστερνταμ, το Ζβόλε.
-Και τι σχέση έχει Υπουργέ μου αυτή η ιστορία με τους πολύτιμους λίθους, τους δώδεκα κι όλα αυτά που συζητάμε; ρώτησε ο Ζωναίος, φοβούμενος μήπως ο τέως Υπουργός είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του.
-Και βέβαια έχει. Δηλαδή πρέπει να έχει, είπε ο Αριστογένης που όση ώρα μίλαγε έψαχνε στο ημερολόγιο του πατέρα του. Δείτε!
Άνοιξε το ημερολόγιο σε μια συγκεκριμένη σελίδα. Πράγματι υπήρχε γραμμένη μια διεύθυνση με λατινικούς χαρακτήρες, κάπου στην Ολλάνδία. Αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι μάλλον το ίδιο χέρι στο περιθώριο και τριγύρω είχε ζωγραφίσει δώδεκα μικρά ρομβάκια, που έμοιαζαν με πολύτιμους λίθους!
(Συνεχίζεται...)

 

23 Νοε 2011

Δώδεκα Λίθοι: Σμαράγδι


Ένα μίνι διαδικτυακό μυθιστόρημα σε συνέχειες...


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Σμαράγδι
Ο Αριστογένης Επικύδης ήταν πολύ γνωστό και "βαρύ" όνομα στην ελληνική κοινωνία του 2021. Είχε εκλεγεί ακαδημαϊκός για τις έρευνές του στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, ήταν σεβαστός και αποδεκτός από τον κόσμο αλλά και από πολλούς πολιτικούς και τοποθετήθηκε Υπουργός Δημόσιας Τάξης λίγο πριν ξεσπάσει το μεγάλο κύμα της Κρίσης που ανέτρεψε την πραγματικότητα που είχαν μέχρι τότε συνηθίσει οι πολίτες της χώρας. Κάθισε στο Υπουργείο λιγότερο από έξι μήνες και μετά παραιτήθηκε. Το ενδιαφέρον είναι ότι ταυτόχρονα αποσύρθηκε από κάθε κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα. Εξαφανίστηκε κυριολεκτικά.
Τώρα όμως, ήταν εκεί μπροστά τους φορώντας πυτζάμες και χαμογελώντας.
Ο Ζωναίος, η Μαίρη και ο Γιάννης μπήκαν, ο Αριστογένης τους πρόσφερε καφέ και κουλουράκια και κάθισαν όλοι μαζί στο μικρό, αγροτικό θα το έλεγε κανείς, σαλονάκι που ήταν όμως προσεγμένο και διακοσμημένο με τα αναμνηστικά μιας πολύ πλούσιας επιστημονικής καριέρας με ολίγη από πολιτική. 
-Ζωναίε, δεν πίστευα να σε ξαναδώ από τότε! είπε φανερά χαρούμενος ο Αριστογένης.
Ο Ζωναίος εξήγησε ότι όταν ο Αριστογένης ήταν Υπουργός τον είχε διαλέξει για υπασπιστή του. 
-Ήταν καλές στιγμές κύριε Υπουργέ, αναπόλησε ο αστυνόμος. Που να ξέραμε τι μας περίμενε.
-Δυστυχώς, Ζωναίε, κάποιοι ξέραμε. Και κάποιοι ήξεραν απάντησε ο Αριστογένης. Αλλά σε τι οφείλω αυτήν την ανέλπιστη αλλά εξαιρετικά ευχάριστη επίσκεψη; 
-Υπουργέ μου, είστε άνθρωπος που εκτιμώ, θαυμάζω και εμπιστεύομαι, ξεκίνησε ο Ζωναίος. Θα ήθελα να μας βοηθήσετε σ' ένα ζήτημα εξαιρετικά περίπλοκο, μάλλον επικίνδυνο, εξόχως μυστήριο και...εδώ έψαξε να βρει κάποιες λέξεις ο Ζωναίος αλλά μάλλον δεν τα κατάφερε καλά...και τέλος πάντων νομίζω ότι μόνο εσείς μπορείτε να μας πείτε κάτι παραπάνω.
-Πολύ ευχαρίστως, αν μπορώ να συνδράμω, απάντησε ο Αριστογένης. Ξέρεις πόσο σε συμπαθώ Ζωναίε και θα κάνω ό,τι μπορώ. Σ' ακούω λοιπόν.
Ο Ζωναίος του εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τι είχε συμβεί σ' αυτόν και στο Γιάννη με τη Μαίρη τις τελευταίες μέρες.
Ο Αριστογένης, όταν ο Ζωναίος τέλειωσε την αφήγηση,  πήρε μια έκφραση σχεδόν πόνου. Ο Ζωναίος ταράχτηκε:
-Υπουργέ μου είστε καλά; Θέλετε κάτι;
-Όχι, καλά είμαι τους διαβεβαίωσε ο Αριστογένης, ήπιε λίγο νερό και έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μετά, σηκώθηκε απ΄τη θέση του, έλειψε για λίγο και γύρισε μ΄ ένα ξύλινο σκαλιστό κουτάκι στο χέρι. Το άνοιξε και αποκάλυψε ένα σκουροπράσινο πετράδι.
-Έχετε μπροστά σας ένα σμαράγδι. Είπε ο Αριστογένης. Κι έχετε μπροστά σας κι έναν πρώην Υπουργό που η τύχη θέλησε να ξέρει και ο Θεός τον λυπήθηκε και του επέτρεψε να εξομολογηθεί γι' αυτά που ξέρει.
Η συντροφιά πάγωσε. Δεν περίμεναν ότι ο Αριστογένης Επικύδης θα πρόσθετε όχι μόνο τη σοφία, την πείρα και τις διασυνδέσεις του αλλά και κάτι ουσιαστικά σημαντικό για την υπόθεση με τους πολύτιμους λίθους.
-Δυο χρόνια πριν, όταν αρχίσαμε κάποιοι να καταλαβαίνουμε το μέγεθος της κρίσης και αυτό που ερχόταν για τη χώρα μας, μαζευτήκαμε να το συζητήσουμε σε πολύ στενό κύκλο. Καταλαβαίνετε ότι δεν μπορώ να αναφερθώ σε ονόματα αλλά μπορείτε να αντιληφθείτε το επίπεδο των προσώπων. Απλώς θα σας πω ότι ήμασταν κάπου επτά ή οκτώ άτομα. Για να μη μακρηγορήσω, το συμπέρασμα που καταλήξαμε ήταν τρομακτικό: η χώρα δε θα μπορούσε να υποστηρίξει οικονομικά το σύνολο των κατοίκων. Δραματικό. Ακόμα κι αν πουλούσαμε το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, ακόμα κι αν κάναμε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό ήταν αδύνατο να σώσουμε ό,τι νομίζαμε μέχρι τότε αυτονόητο. Ο λιμός ερχόταν. Έπρεπε να πάρουμε αποφάσεις. Έπεσαν διάφορες ιδέες στο τραπέζι. Καταλήξαμε ότι θα ήταν λάθος να ρίξουμε όλους τους ελάχιστους διαθέσιμους πόρους, τα τρόφιμα και τα λίγα χρήματα, τα φάρμακα ή τα άλλα απαραίτητα είδη σε μια μόνο κοινωνική ή ηλικιακή ομάδα. Έπρεπε να το κάνουμε τυχαία, διάσπαρτα μέσα σ' όλη την κοινωνία αλλά και βέβαια κάπως αναλογικά, λιγότερα να παίρνουν οι πιο πλούσιοι περισσότερα οι πιο φτωχοί, αλλά και πάλι χωρίς να διαταράξουμε τις διαφορές και μάλιστα μέσα σε τόσο μεγάλη κρίση, δηλαδή να κάνουμε ξαφνικά κάποιους πλούσιους εκεί που ήταν πάμφτωχοι ή το ανάποδο.
Ο Ζωναίος η Μαίρη κι ο Γιάννης άκουγαν έκπληκτοι την ιστορία του Αριστογένη. Κι αυτός, σαν να διηγούνταν ένα παραμύθι κι όχι την πρόσφατη αληθινή ιστορία της χώρας, συνέχισε:
-Κάποιοι είπαν να χρησιμοποιήσουμε διάφορα στοιχεία, αριθμούς ταυτότητας ή μητρώα ή άλλους αριθμούς αλλά και πάλι υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν κάτι τέτοιο. Κάποιοι είχαν διαβατήριο κι όχι ταυτότητα κάποιοι τίποτα απ' τα δύο και διάφορα άλλα προβλήματα. Βλέπετε έπρεπε να πάρουμε μια συνολική απόφαση. Έπρεπε να αποφασίσουμε το κρίσιμο κριτήριο βάσει του οποίου ουσιαστικά θα σώζαμε ένα μέρος του πληθυσμού. Τότε έπεσε η ιδέα των πολύτιμων λίθων. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατείχε τέτοιες πέτρες. Σε διάφορες μορφές. Άλλος σε κόσμημα, σε κομπολόι, σε διακοσμητικό, υπήρχαν παντού. Δεν ήταν όπως ο χρυσός, ή άλλα πολύτιμα μέταλλα που θα μπορούσε να χρησιμοποιείται ας πούμε από τις γυναίκες μόνο ή από μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων. 
-Μα αυτό βρήκατε σαν κριτήριο; Είναι παρανοϊκό! διαμαρτυρήθηκε η Μαίρη
-Ναι είναι. Όσο παρανοϊκό ήταν κι αυτό που συνέβη, αντέτεινε ο Αριστογένης και συνέχισε: τότε αρχίσαμε να ψάχνουμε περισσότερο αυτή την ιδέα. Αν ας πούμε κάποιος είχε πάρα πολλούς λίθους, είτε γιατί ήταν πλούσιος είτε γιατί ήταν συλλέκτης, τι θα γινόταν; Πως θα ξεχωρίζαμε τους μεν απ τους δε; Τέλος πάντων για να μην σας κουράσω με λεπτομέρειες, αποφασίστηκε να περιορισθούμε στην πρωτεύουσα. Έτσι και αλλιώς στην επαρχία θα υπήρχαν λιγότερα προβλήματα επιβίωσης. Τώρα στην Αθήνα ορίστηκε ότι όποιος κατέχει κάτω από δώδεκα λίθους θα προστατεύεται. Θα τον βοηθάμε με τρόπο που να μη φαίνεται. Από την άλλη όποιος είχε παραπάνω θα του κόβαμε κάθε δυνατή παροχή. Σήμαινε ότι ήταν αρκετά πλούσιος για να τα καταφέρει μόνος του, μέχρι βέβαια να πέσει κάτω από τους δώδεκα λίθους. Τότε μάλλον θα είχε αναγκαστεί να τους πουλήσει από ανάγκη και άρα έπρεπε να βοηθηθεί.
-Κι όσοι έτυχε να μην έχουν κανένα; Αναρωτήθηκε ο Γιάννης
-Τότε αυτό θα σήμαινε ότι και να τον βοηθούσαμε δεν είχε καμιά πιθανότητα επιβίωσης γιατί θα εξαρτιόταν μόνο από το κράτος για να επιβιώσει. Και το κράτος δε θα μπορούσε να βοηθήσει για πολύ. Καταλαβαίνετε το νόημα; Έπρεπε να έχεις κάτι, κάποια μικρή δυνατότητα για να βοηθηθείς. Αν ήσουν πλούσιος δεν χρειάζεσαι το κράτος, αν είσαι εντελώς φτωχός, χωρίς ούτε ένα αμέθυστο ας πούμε, τότε και να σε βοηθούσαμε δεν θα έβγαινε πουθενά. Μόλις θα σταματούσε η βοήθεια θα χανόσουν και μαζί σου και η βοήθεια που θα σου δίναμε. Θα πήγαινε χαμένη. Αν ήσουν κάπου στη μέση τότε θα έπαιρνες κάτι. Αυτό ήταν όλο.
-Και πως θα το ελέγχατε όλο αυτό το σύστημα; Ήταν η σειρά του Ζωναίου να ρωτήσει.
-Εδώ ήταν το μεγάλο λάθος. Αποφασίστηκε να οργανωθεί μια ομάδα καλά εκπαιδευμένων ανθρώπων από διάφορες κρατικές αρχές, την αστυνομία, το στρατό, καταλάβατε. Δώδεκα τέτοιους θα είχαμε. Ούτε πολλούς ούτε λίγους, και θα τους δίναμε την απόλυτη ελευθερία να ψάχνουν να βρίσκουν και να βοηθούν όσους είχαν από έναν μέχρι δώδεκα λίθους. Βεβαίως θα τους εξοπλίζαμε κατάλληλα και οπωσδήποτε θα έπρεπε να τους εξασφαλίζουμε τα προς το ζην. Καταλαβαίνετε ότι αυτοί θα είχαν και πρόσβαση σε ένα αριθμό βασικών αγαθών και μικροποσών ώστε να τα διανέμουν κατάλληλα.
-Α! Γι΄αυτό οι 12 ζητούσαν τους 12! Να τι σήμαινε το σημείωμα στο σπίτι του Κλεισθένη! Και βέβαια να γιατί ο Κλεισθένης είχε πει ότι κάποτε αυτοί οι λίθοι θα έσωζαν τη ζωή του! Ο Γιάννης κόντεψε να τιναχτεί μέχρι το ταβάνι απ’ την ανακάλυψή του.
-Και ο Κλεισθένης πρέπει να ήξερε κι άλλα γι΄ αυτό μου έδωσε και το κόσμημα με το τοπάζι, συμπλήρωσε η Μαίρη.
Κανείς άλλος όμως δεν του έδωσε σημασία. Κι ο Αριστογένης συνέχισε:
-Αυτοί οι δώδεκα λοιπόν επιλέχθηκαν, οργανώθηκαν, εκπαιδεύτηκαν, εξοπλίστηκαν και τους αφήσαμε να κάνουν τη δουλειά που τους αναθέσαμε. Το σκεπτικό ήταν να δρουν από μόνοι τους, χωρίς κάποιο κεντρικό έλεγχο ώστε να μην μπορεί κανείς μετά να ανακαλύψει τι κάναμε και πως το κάναμε. Θα ήταν αυτόνομοι. Κι όπως είπα, αυτό ήταν και το μεγάλο λάθος.
-Κατάλαβα, είπε ο Ζωναίος. Αυτοί οι δώδεκα αυτονομήθηκαν πραγματικά.
-Ναι. Κι έτσι, μόλις το έμαθα παραιτήθηκα από Υπουργός αγαπητέ μου αστυνόμε. Οι δώδεκα ακουγόταν ότι είχαν κυλήσει σε εκβιασμούς και σε άλλα εγκλήματα, σε κλοπές λίθων, άλλοι έδιναν λίθους δεξιά κι αριστερά, μοίραζαν τη ζωή και το θάνατο, τη σωτηρία και τη δυστυχία αναλόγως τα κέφια τους. Έκαναν ό,τι ήθελαν χωρίς έλεγχο τελικά. Και βέβαια μετά ήρθε κι εκείνο που είχαμε προβλέψει: το μεγάλο κύμα της Κρίσης που ήρθε και τα ανέτρεψε όλα.
-Και τελικά τι έγινε με τους δώδεκα, ξέρετε; Ρώτησε ο  Ζωναίος
-Απ΄ αυτά που μου είπατε κι απ΄ότι ακούω και μαθαίνω, οι δώδεκα είναι εκεί έξω και ακόμα κάνουν ό,τι θέλουν, απάντησε ο Αριστογένης.  
-Ο Κλεισθένης πως έμαθε γι΄αυτούς, ξέρετε; ρώτησε και πάλι ο Γιάννης
-Σιγά-σιγά παιδί μου ένα μεγάλο μέρος της υψηλής κοινωνίας έμαθε γι΄αυτούς. Θες επειδή όλα τα μυστικά τελικά αποκαλύπτονται, θες γιατί οι δώδεκα φρόντισαν γι΄αυτό γιατί προσέγγιζαν ανθρώπους με κάποια επιφάνεια οικονομική για να τους εκβιάσουν, πάντως έμαθαν γι΄αυτούς πολλοί. Πάρα πολλοί.
-Υπουργέ μου, είπε με κάπως επίσημο τρόπο ο Ζωναίος, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας. 
-Για το θέμα των δώδεκα, ρώτησε με προσποιητή αφέλεια ο Αριστογένης.
-Ναι, απάντησε ο Ζωναίος. Δεν είναι δυνατόν να δρα μια συμμορία ουσιαστικά, μια συμμορία δώδεκα παρανοϊκών ή εγκληματιών στην Αθήνα. Και μάλιστα όταν έχει στη διάθεσή της τέτοια δύναμη.

Ο Αριστογένης σηκώθηκε από την καρέκλα του με αργές κινήσεις, πήρε στα χέρια του το σμαράγδι, το χάιδεψε, το άφησε και πάλι στο τραπεζάκι έκανε δυο βόλτες γύρω απ΄την καρέκλα κρατώντας το πηγούνι του και γύρισε προς το παράθυρο με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του.

(Συνεχίζεται...)