Ενόψει Ευρωεκλογών, Δημοτικών και Σαμαράς οίδε εάν και Εθνικών εκλογών, θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε δύο βασικά σημεία της Ελληνικής οικονομικής πολιτικής, μετά και την τελευταία αξιολόγηση της Τρόικας:
- Πρώτον, η Ελληνική Κυβέρνηση δείχνει να έχει αποφασίσει την έξοδο στις αγορές, προκειμένου να αντλήσει ένα μικρό σχετικά ποσό.
- Δεύτερον, αναμένεται να "επισημοποιηθεί" το πολυσυζητημένο πρωτογενές πλεόνασμα.
Είναι σαφές ότι κατ' αρχήν, αμφότερα τα ανωτέρω θα αποτελούσαν την υπέρτατη απτή απόδειξη πως η Ελληνική Οικονομία κατόρθωσε να υπερβεί τις δυσκολίες, να εξέλθει της κρίσης και να προχωρήσει με αισιοδοξία στο μέλλον. Έχουν όμως έτσι τα πράγματα στην ελληνική περίπτωση;
Περί πλεονάσματος, οι παράμετροι που το συνοδεύουν είναι λίγο ως πολύ γνωστές, καθώς αγγίζουν τα μεγαλύτερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας:
Υπό συνθήκες αρνητικής πιστωτικής επέκτασης, δηλαδή χωρίς οι τράπεζες να δανειοδοτούν τις επιχειρήσεις και την οικονομία αλλά και ύφεσης και αποπληθωρισμού, είναι θέμα απλής αριθμητικής να αντιληφθεί κανείς πως αυτό το πλεόνασμα προέκυψε όχι από την παραγωγική οικονομική δραστηριότητα αλλά από την άντληση ρευστότητας από την αγορά μέσω φορολόγησης και περικοπής δαπανών.
Κατ' ουσίαν, δεν αποτελεί πλεόνασμα αλλά την συγκέντρωση κεφαλαίου εκ μέρους του κράτους. Πολύτιμη ρευστότητα που άντλησε το κράτος από νοικοκυριά και επιχειρήσεις οδηγώντας ακόμη περισσότερο την οικονομία σε ασφυξία, με τις γνωστές συνέπειες: ανεργία και περαιτέρω μείωση εισοδημάτων.
Αν προχωρήσουμε την επισκόπησή μας και στο επόμενο σκέλος της τρέχουσας κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής, την έξοδο στις αγορές θα διαπιστώσουμε πως αυτή δεν γίνεται εν μέσω σημαντικής αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας, ούτε κάτω από συνθήκες συνήθους εξυπηρέτησης δανειακών αναγκών της χώρας.
Τα ποσά που φημολογείται πως θα αντληθούν είναι ελάχιστα, αναλογικά με τις πραγματικές δανειακές ανάγκες, τα επιτόκια σημαντικά αυξημένα σε σχέση με εκείνα που θα επέτρεπαν την βιωσιμότητα ενός χρέους και βεβαίως υπάρχει άλλη μια παράμετρος που παραβλέπεται:
Η Κυβέρνηση επισημαίνει σε εταίρους και δανειστές πως υπάρχει μια εκκρεμότητα αναφορικά με το ζήτημα της διευθέτησης του ελληνικού χρέους, και την ίδια στιγμή δια της εξόδου στις αγορές "υπόσχεται" στους υποψήφιους αγοραστές ελληνικών ομολόγων μια ασφαλή επένδυση!
Δηλαδή, η ίδια Κυβέρνηση που επιθυμεί ή πιο τεχνικά δε θα είχε αντίρρηση σε μια αναδιάρθρωση του υφιστάμενου χρέους της, προβαίνει σε πώληση νέου χρέους προσδοκώντας στην εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως και τα δύο εργαλεία - έξοδος στις αγορές και πλεόνασμα - στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, δεν προέκυψαν από την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ως θετικές συνέπειες ανάπτυξης ή παραγωγικής ανασυγκρότησης, αλλά "αγοράζονται" και μάλιστα πολύ ακριβά.
Είναι προφανές, πως δεν μπορούν να χρησιμεύσουν στην οικονομία από την αμιγώς χρηματοδοτική τους πλευρά, γιατί τι είναι λίγα δις με σημαντικό επιτόκιο μπροστά στο βουνό χρέους και στις σημαντικές ανάγκες ρευστότητας της χώρας ή τι θα κάνει κανείς με ένα πλεόνασμα που δεν προήλθε από την έξαρση των εξαγωγών αλλά από τις καταθέσεις των φορολογουμένων.
Αντίθετα, είναι πολύ χρήσιμα ως πολιτικά εργαλεία εξυπηρέτησης δύο κεντρικών ζητουμένων:
-Πρώτον της Ελληνικής Κυβέρνησης, που ενόψει εκλογών ή άλλων εξελίξεων θέλει άμεσα να πιστωθεί με την "έξοδο από τα Μνημόνια" αφαιρώντας από την Αντιπολίτευση αυτό το επιχείρημα και ταυτόχρονα στην περίπτωση που απωλέσει την εξουσία να καταδείξει το σύνηθες "εμείς σας παραδώσαμε μια χώρα πλεονασματική και εντός αγορών"
-Δεύτερον, της Ευρωπαϊκής κυρίαρχης πολιτικής τάξης που θέλει να έχει στη φαρέτρα των επιχειρημάτων της ενόψει πολύ δύσκολων Ευρωεκλογών, το "θαύμα" της Ελληνικής Οικονομίας που κανείς δεν πίστευε ότι θα τα καταφέρει.
Τα δύσκολα, μετά από αυτό το ντελίριο καταναλωτικής μανίας πανάκριβων πολιτικών επιχειρημάτων, έρχονται αμέσως μετά.
Οι μεν "Μνημονιακοί" Ευρωπαίοι πιθανώς θα έχουν καταγράψει μια νίκη ή μια λιγότερο επώδυνη ήττα οι δε Έλληνες θα κληθούν εκ νέου στο ταμείο προκειμένου να καταβάλλουν το αντίτιμο.
Δυστυχώς, ούτε η κρίση τελείωσε, ούτε τα προβλήματα εξέλιπαν.
Κι αν θέλετε μια σημειολογική σύμπτωση, θα θυμάστε ότι λίγο πριν την είσοδο της χώρας στο πρώτο Μνημόνιο ο τότε Πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου είχε μοιράσει εκείνο το επίδομα αντλώντας ρευστότητα από υπερφορολόγηση των ελληνικών επιχειρήσεων.
Παρόμοια κατάσταση με το μοίρασμα του πλεονάσματος βιώνουμε και σήμερα: ο κ. Σαμαράς θα μοιράσει μέρος του πλεονάσματος.
Δε θα ευχόμουν να επαναληφθεί αναλόγως η Ιστορία του 2010.
Οψόμεθα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου