Χιλιοειπωμένο: η Αριστερά δεν έχει κυβερνήσει και κατά συνέπεια είναι άμοιρη ευθυνών στα τεκταινόμενα. Είναι όμως αυτή η πραγματική εικόνα του πολιτικού σκηνικού;
Δεν θα επιδιώξω σε ένα άρθρο να κάνω ιστορική αναδρομή στην ελληνική αριστερά. Απλώς θα προσπαθήσω να καταδείξω την ευθύνη των αριστερών πολιτικών δυνάμεων στις εξελίξεις.
Η ελληνική αριστερά - ως κίνημα πολιτικής σκέψης - στα νεώτερα μεταπολιτευτικά χρόνια ταυτίστηκε με την άρνηση. Με την αντίθεση. Και είναι τόσο εύκολο στη χώρα μας με το γνωστό φορτίο αδυναμιών, διαφθοράς και κακοδαιμονίας να αρθρώνει κανείς πολιτικό λόγο εδραζόμενο στην άρνηση. Ταυτόχρονα, είναι τόσο ελκυστικό να διαφωνείς περίτεχνα και μονοδιάστατα και ιδιαιτέρως όταν τα συμπεράσματα του πολιτικού λόγου σου οδηγούν σε "τεχνητούς παραδείσους".
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Σε ποια ερωτήματα απαντά θετικά, οριστικά και αμετάκλητα η σύγχρονη ελληνική αριστερά; Ας πάρουμε για παράδειγμα το ευρώ. Το κοινό νόμισμα. Ποια είναι η στάση απέναντι στην ιδέα του κοινού νομίσματος του ΚΚΕ; Του ΣΥΡΙΖΑ; Άλλων αριστερών δυνάμεων; Συμφωνούν ή διαφωνούν απέναντι σε μια οικονομική πραγματικότητα; Σημειώνω ό,τι παίρνω ως κεντρικό ζητούμενο το κοινό νόμισμα ως "μητέρα" όλων των παράγωγων αναζητήσεων.
Μελετώντας προγραμματικές θέσεις, δηλώσεις, άρθρα αριστερών διανοητών και όση βιβλιογραφία είχα διαθέσιμη διαπίστωσα μια πλειάδα απόψεων, οι οποίες συνοψίζονται στις παρακάτω διαφορετικές μεταξύ τους κατηγορίες:
Η σύγχρονη ελληνική αριστερά δεν έχει ακόμη και σήμερα εντάξει στην κοσμοθεωρία της την ύπαρξη - από την πολιτική της χροιά- της επιχειρηματικότητας. Δεν έχει αντιληφθεί - κλείνοντας τα μάτια και τα αυτιά της προς άγραν ψήφων όμως- την πολλαπλότητα των ρόλων που ο σημερινός πολίτης διαδραματίζει στο πολιτικό και οικονομικό σύμπαν. Το πρωί ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να εργάζεται ως οδηγός ταξί, το βράδυ μπορεί να συναλλάσσεται από τον υπολογιστή του στο χρηματιστήριο του Τόκυο και ταυτόχρονα να αναζητά τη βέλτιστη απόδοση για τις οικονομίες του ή το χαμηλότερο επιτόκιο για το στεγαστικό του δάνειο, συμμετέχοντας - είτε το ξέρει είτε όχι - σ' αυτό που λέγεται "αγορές". Και τι περιμένεις να κάνει η αριστερά, είναι το εύλογο ερώτημα; Θα σου πω λοιπόν τι θα περίμενα από μια υπεύθυνη αριστερά σε καιρούς κρίσης.
Η αριστερά στη χώρα μας αγωνίζεται εναντίον του Μνημονίου. Όμως, δυστυχώς, δεν διαφοροποιείται από αυτό στην εσώτερη λογική του. Η λογική του Μνημονίου είναι η οριζόντια και αδιάκριτη περικοπή μισθών, συντάξεων και προνομίων οδηγώντας την κοινωνία στα όριά της. Χωρίς προοπτική. Από την άλλη, η αριστερά αγωνίζεται - κατοπτρικά - αλλά οριζόντια και αδιάκριτα για τη διατήρηση των μισθών, των συντάξεων και των προνομίων. Ίδια λογική, από την ανάποδη.
Χρειαζόμαστε μια πραγματικά προοδευτική αριστερά, που θα διακρίνει την επένδυση από την κερδοσκοπία. Το επίδομα από την αργομισθία. Την παραγωγικότητα από την αδράνεια. Την επιχειρηματικότητα από τη λαμογιά. Τον δημόσιο λειτουργό από τον δημόσιο αργόμισθο. Χρειαζόμαστε μια αριστερά που θα απομακρυνθεί συνειδητά από φασιστικές γενικεύσεις προάγοντας τα στερεότυπα του μονίμως "κακού επιχειρηματία", του μονίμως "καλού εργαζόμενου", του εσαεί "αγωνιζόμενου συνδικαλιστή". Γιατί υπάρχουν και καλοί επιχειρηματίες και κακοί εργαζόμενοι και συνδικαλιστές που αγωνίζονται μόνο για τον τραπεζικό τους λογαριασμό. Θάθελα να δω την αριστερά να αγωνίζεται με την ίδια ζέση και ένταση για τη διατήρηση επιδομάτων ή προνομίων εκεί που χρειάζονται και για την κατάργηση εκεί που πραγματικά αποτελούν πρόκληση για την κοινωνία. Θάθελα να δω την αριστερά να καταγγέλλει με τη γνωστή της ορμή την καταπάτηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και ταυτόχρονα να αγωνίζεται για την μεταβολή - ας πούμε - εκείνου του νομικού καθεστώτος που αποτρέπει την τιμωρία των επίορκων δημοσίων υπαλλήλων. Δυστυχώς, αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών της αριστεράς είναι το θλιβερό φαινόμενο οι ίδιοι συνδικαλιστές, τα ίδια αριστερά στελέχη, οι ίδιοι αρθρογράφοι που διακαώς και χωρίς έλεος αγωνιζόντουσαν πολύ πρόσφατα για επιδόματα των 100 ευρώ, σήμερα να διεξάγουν της ίδιας έντασης αγώνα απλώς για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Πόση πολιτική σοβαρότητα μπορεί να αναμένει κανείς από μια ευρύτερη παράταξη, όταν προστρέχει σε αγώνες σταθερά υψηλής έντασης για αντικρουόμενα μεταξύ τους αιτήματα: Πως είναι δυνατόν να προβάλλεις οικονομικά αιτήματα όταν όπως αποδεικνύεται δεν γνωρίζεις τη βιωσιμότητα της επιχείρησης - ιδιωτικής ή κρατικής - που θα στο δώσει; Αυτό που αντιλαμβάνεται κανείς είναι ότι διεξάγεις αγώνα μόνο για τη διατήρηση του εκλογικού σου δυναμικού. Κι αυτό είναι πολύ ταπεινό για μια τέτοια παράταξη και κοσμοαντίληψη όπως της αριστεράς.
Η αριστερά πρέπει να αποφύγει την ταύτισή της με την ισοπεδωτική - και επαναλαμβάνω φασίζουσα - γενίκευση του Μνημονίου, και των υποστηρικτών του, που θέλει "όλοι οι Έλληνες να είναι διεφθαρμένοι" ή "τεμπέληδες" άρα πρέπει όλοι να καταβάλλουν το τίμημα.
Ανέκαθεν στον πυρήνα της αριστερής ιδεολογίας ήταν το σπάσιμο των στερεοτύπων. Συνέπεια αυτής της προοδευτικότητας ήταν η αριστερά να προηγείται της εποχής της και να υποδέχεται πρώτη τη διαφορετικότητα. Αυτή την αρχή της τη λησμόνησε. Την έκρυψε. Προσχώρησε σε λογικές ισοπεδωτικές και οδηγήθηκε σε πορεία σύγκλισης με αντιδιαμετρικά κείμενες πολιτικές δυνάμεις. Τουλάχιστον στις πρακτικές της.
Δεν θα επιδιώξω σε ένα άρθρο να κάνω ιστορική αναδρομή στην ελληνική αριστερά. Απλώς θα προσπαθήσω να καταδείξω την ευθύνη των αριστερών πολιτικών δυνάμεων στις εξελίξεις.
Η ελληνική αριστερά - ως κίνημα πολιτικής σκέψης - στα νεώτερα μεταπολιτευτικά χρόνια ταυτίστηκε με την άρνηση. Με την αντίθεση. Και είναι τόσο εύκολο στη χώρα μας με το γνωστό φορτίο αδυναμιών, διαφθοράς και κακοδαιμονίας να αρθρώνει κανείς πολιτικό λόγο εδραζόμενο στην άρνηση. Ταυτόχρονα, είναι τόσο ελκυστικό να διαφωνείς περίτεχνα και μονοδιάστατα και ιδιαιτέρως όταν τα συμπεράσματα του πολιτικού λόγου σου οδηγούν σε "τεχνητούς παραδείσους".
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Σε ποια ερωτήματα απαντά θετικά, οριστικά και αμετάκλητα η σύγχρονη ελληνική αριστερά; Ας πάρουμε για παράδειγμα το ευρώ. Το κοινό νόμισμα. Ποια είναι η στάση απέναντι στην ιδέα του κοινού νομίσματος του ΚΚΕ; Του ΣΥΡΙΖΑ; Άλλων αριστερών δυνάμεων; Συμφωνούν ή διαφωνούν απέναντι σε μια οικονομική πραγματικότητα; Σημειώνω ό,τι παίρνω ως κεντρικό ζητούμενο το κοινό νόμισμα ως "μητέρα" όλων των παράγωγων αναζητήσεων.
Μελετώντας προγραμματικές θέσεις, δηλώσεις, άρθρα αριστερών διανοητών και όση βιβλιογραφία είχα διαθέσιμη διαπίστωσα μια πλειάδα απόψεων, οι οποίες συνοψίζονται στις παρακάτω διαφορετικές μεταξύ τους κατηγορίες:
- Πλήρης άρνηση του κοινού νομίσματος. Μία εκ των θέσεων της ελληνικής αριστερής διανόησης θεωρεί ως πρόσφορη την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα ως μέσο επίλυσης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Δεν κατόρθωσα όμως να πάρω πειστικές και ρεαλιστικές απαντήσεις σε κανένα από τα καίρια ερωτήματα που έθεσα κατά καιρούς, όπως: Σε ποιες τιμές και με ποιους όρους θα αγοράζουμε το θεμελιώδες αγαθό της ενέργειας ώστε να λειτουργούμε ως χώρα; Ποιους θα πλήξουν τα εξαιρετικά υψηλά επιτόκια που θα προκληθούν από την έξοδο από το ευρώ, τους φτωχούς ή τους πλούσιους; Που θα οδηγηθούν οι μισθοί των εργαζομένων εξαιτίας του πληθωρισμού και πως θα διασωθούν θέσεις εργασίας από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που αναγκαστικά θα οδηγηθούν σε πτώχευση από μια τέτοια κίνηση λόγω αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων τους; Εδώ, η ελληνική αριστερά απαντά είτε με - ακροδεξιάς εφεύρεσης - αστικές μυθολογίες περί "ελληνικών πετρελαίων ή ορυκτών" είτε με ανεδαφικές οραματικές πολιτικές που οδηγούν στην μετάβαση σε "αλβανικά μοντέλα εποχής Χότζα" αποφεύγοντας όμως να συνοδεύσει αυτές τις θέσεις με τις συνέπειες του λόγου της, που δεν είναι άλλες από εκείνο που επαγγέλλεται και η πιο σκληρή φιλελεύθερη πολιτική(!): ότι οι πολίτες θα πρέπει να δεχτούν μια τεράστια συρρίκνωση του επιπέδου διαβίωσής τους. Δεν άκουσα και δεν διάβασα ούτε έναν αριστερό διανοητή ή οικονομολόγο που να πρεσβεύει με περισσή "γενναιότητα" την έξοδο από το ευρώ και ταυτόχρονα να προειδοποιεί για μια δραματική μεταβολή των όρων διαβίωσης των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων. Το δεύτερο σκέλος το αποφεύγει συστηματικά, ίσως για να μη γίνει ορατή η έμμεση ταύτιση με την "άλλη πλευρά" ως προς το αποτέλεσμα.
- Μερική άρνηση του κοινού νομίσματος. Αρκετοί αριστεροί θεωρητικοί υποστηρίζουν το κοινό νόμισμα αλλά υπό όρους. Ένας από τους όρους αυτούς θέλει τις πλούσιες χώρες να "τροφοδοτούν" τις "φτωχότερες" οικονομίες. Ως υποχρέωσή τους. Ανεξήγητο παραμένει από που αντλείται η βεβαιότητα για την ύπαρξη μιας τέτοιας υποχρέωσης. Αν το εξετάσουμε θεωρητικά, τι λέει αυτού του είδους η αριστερά; Η ελληνική οικονομία είναι κατά βάση "οικονομία υπηρεσιών". Οι πλούσιες Βόρειες χώρες είναι βιομηχανικές. Ένα μέρος της ελληνικής αριστεράς ουσιαστικά λέει: Ναι στους περισσότερους φόρους στο Γερμανό ή Βέλγο ή Ολλανδό βιομηχανικό εργάτη ώστε να επιβιώνει ο Έλληνας υπάλληλος. Πόσο αριστερό είναι αυτό; Επ' αυτού εφευρίσκονται πολλαπλές δικαιολογίες ώστε να υποστηριχθεί η άποψη. Ξεκινούν από τις "γερμανικές αποζημιώσεις" που τώρα πρέπει να αποδοθούν (που θα μπορούσε να μεταφραστεί στο "ευτυχώς που μας βομβάρδισαν το '40 οι Γερμανοί ώστε να μπορούμε εμείς να συντηρήσουμε σήμερα το οικονομικό μας μοντέλο στην περίπτωση που μας δώσουν πίσω την αποζημίωση") και καταλήγουν στο ανούσιο "δεν ζητάμε φόρο στους εργαζόμενους αλλά στο μεγάλο κεφάλαιο" αγνοώντας επιδεικτικά ότι σε κάθε πολιτική επιβολής φόρων εκείνοι που επιβαρύνονται τελικώς είναι οι εργαζόμενοι. Και δεν διαβλέπω ως ρεαλιστική λύση να αναθέσουν σε άλλον οι Γερμανοί ή άλλοι τη διαμόρφωση του φορολογικού τους συστήματος, επ' ωφελεία των φτωχότερων χωρών της Ευρωζώνης.
- Πλήρης υποστήριξη του κοινού νομίσματος. Ναι, υπάρχουν και αριστεροί που θεωρούν θετική την ύπαρξη κοινού νομίσματος στην Ευρώπη. Χωρίς όρους επ' αυτού. Εκφράζουν όμως τις αντιθέσεις τους σε άλλα επίπεδα. Όπως για παράδειγμα στο μοντέλο ανάπτυξης που έχει επιλέξει η Ευρωζώνη. Προβάλλουν ως οδό εξόδου από την κρίση τη στροφή στην "πράσινη οικονομία". Άλλοι προωθούν την εντονότερη συμμετοχή των Κρατών στη ρύθμιση των αγορών ή στον περιορισμό της καλπάζουσας ανεργίας. Εγώ ονομάζω αυτήν την αριστερά "Αριστερά του Μεγάλου Ευχολογίου". Κοινό χαρακτηριστικό του πολιτικού λόγου των αριστερών αυτής της "κατηγορίας" είναι η ασάφεια στον προσδιορισμό της πρακτικής εφαρμογής των εκφραζομένων απόψεων. Κανείς δεν ξέρει το "πως". Πως θα ρυθμίσεις τις αγορές; Θα εξαναγκάσεις τους επενδυτές από την Ταϋλάνδη να αγοράσουν ελληνικά ή πορτογαλικά ή ιρλανδικά ομόλογα; Θα απαγορεύσεις στο χρηματιστήριο του Χονγκ-Κονγκ να γίνεται διαπραγμάτευση σύνθετων προϊόντων με βάση το ενδεχόμενο πτώχευσης μιας χώρας της Ευρωζώνης; Και για την "πράσινη ενέργεια"; Θα νομοθετήσεις την υποχρεωτική ανάπτυξη της τεχνολογίας ώστε να καταστεί φθηνή η "πράσινη οικονομία"; Θα χρηματοδοτήσεις - από που; από δανεικά! - την εκπαίδευση εργαζομένων στην "πράσινη βιομηχανία"; Θα οδηγήσεις στο κλείσιμο βιομηχανικές ή αγροτικές μονάδες των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών - μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα - που δεν ακολουθούν τα "πράσινα πρότυπα"; Ουσιαστικά θα επιδοτήσεις εμμέσως τις εισαγωγές προϊόντων από χώρες εκτός Ευρωζώνης - καθιστώντας αυτά τα προϊόντα φθηνότερα - ή θα οδηγήσεις σε επισιτιστική κρίση ευρωπαϊκούς πληθυσμούς που δεν θα έχουν πρόσβαση σε φθηνά τρόφιμα.
Η σύγχρονη ελληνική αριστερά δεν έχει ακόμη και σήμερα εντάξει στην κοσμοθεωρία της την ύπαρξη - από την πολιτική της χροιά- της επιχειρηματικότητας. Δεν έχει αντιληφθεί - κλείνοντας τα μάτια και τα αυτιά της προς άγραν ψήφων όμως- την πολλαπλότητα των ρόλων που ο σημερινός πολίτης διαδραματίζει στο πολιτικό και οικονομικό σύμπαν. Το πρωί ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να εργάζεται ως οδηγός ταξί, το βράδυ μπορεί να συναλλάσσεται από τον υπολογιστή του στο χρηματιστήριο του Τόκυο και ταυτόχρονα να αναζητά τη βέλτιστη απόδοση για τις οικονομίες του ή το χαμηλότερο επιτόκιο για το στεγαστικό του δάνειο, συμμετέχοντας - είτε το ξέρει είτε όχι - σ' αυτό που λέγεται "αγορές". Και τι περιμένεις να κάνει η αριστερά, είναι το εύλογο ερώτημα; Θα σου πω λοιπόν τι θα περίμενα από μια υπεύθυνη αριστερά σε καιρούς κρίσης.
- Να αναγνωρίσει τη διαφορά ανάμεσα στις επιχειρήσεις εντάσεως κεφαλαίου από εκείνες της εντάσεως εργασίας. Να την αναγνωρίσει ιδεολογικά και ουσιαστικά. Όχι ευκαιριακά και "κρυφά". Είναι άλλο πράγμα να απασχολείς δύο εργαζόμενους όντας ένα ας πούμε μεσιτικό γραφείο και άλλο να είσαι μια βιοτεχνία ή μικρή βιομηχανία με 50 θέσεις εργασίας. Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να έχεις τζίρο εκατομμυρίων και περιθώριο κέρδους μεγάλο ενώ στη δεύτερη μπορεί να έχεις τα ίδια αλλά απασχολείς 50 ανθρώπους. Ναι, θα ήθελα η αριστερά να αγωνιστεί για τη διατήρηση αυτών των επιχειρήσεων που παρέχουν εργασία, στη βάση μιας προνομιακής φορολογικής μεταχείρισης στην οποία θα συναινούσε τουλάχιστον η κοινοβουλευτική έκφρασή της. Η αλήθεια είναι ότι "κάτω από το τραπέζι" η αριστερά και κυρίως το ΚΚΕ συμμετέχει συναινετικά σε συμβιβαστικές συζητήσεις όταν αφορούν στη διάσωση θέσεων εργασίας σε μικρές επιχειρήσεις. Γιατί όμως δεν γίνεται μέρος του ιδεολογικού μανιφέστου της αριστεράς μια τέτοια πραγματικότητα, προκειμένου να μην θιχτούν "ιερές αγελάδες" μιας "ιερής ιδεολογίας"; Γιατί δεν αντλεί η αριστερά διδάγματα από την δική της ιστορία, μεταξύ του '30 και του '40;
- Να αναγνωρίσει ιδεολογικά και ουσιαστικά την ανάγκη χειραφέτησης του εργατικού δυναμικού. Δηλαδή την αδήριτη ανάγκη συγκρότησης εκείνης της κουλτούρας που θα αποκολλήσει την κοινωνία από τη μιζέρια του "κράτους-εργοδότη". Με απλά λόγια, ναι ήρθε η ώρα να αναγνωρίσει η αριστερά την απλή πραγματικότητα: υπάρχουν κι άλλοι εργοδότες, εκτός του κράτους. Και να αναπτύξει εκείνο τον πολιτικό λόγο που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη. Θα περίμενα λοιπόν αντί η αριστερά να εγκλωβίζεται στα αντιπαραγωγικά, ανούσια και εξόχως λαϊκιστικά διλήμματα του τύπου "τι να χτίσουμε στο τάδε οικόπεδο τζαμί ή εκκλησία" να απαντά ευθαρσώς: εργοστάσια. Χώρους δουλειάς. Χώρους παραγωγής. Εκεί που γεννήθηκε και ανδρώθηκε και αναγνωρίσθηκε το εργατικό κίνημα.
- Να αναγνωρίσει την ανάγκη εξαφάνισης της γραφειοκρατίας. Αυτό βεβαίως προϋποθέτει την - πικρή, είναι η αλήθεια - ανάγκη να αναγνωρίσει ότι όντως υπάρχουν άχρηστες και αντιπαραγωγικές μονάδες του Δημοσίου. Από την άλλη πόσο αριστερό είναι να πρέπει ο συνταξιούχος, ο ασφαλισμένος, ο εργαζόμενος να δαπανά άπειρες ανθρωποώρες αγωνιζόμενος στις ουρές, στα πρωτόκολλα και στις υπογραφές επί υπογραφών από ένα τσούρμο προϊσταμένων, τμηματαρχών και υπαλλήλων του Δημοσίου; Πραγματικά, ειδικά για το τελευταίο, υπολογίζεται ότι στη χώρα μας θα κερδίζαμε πάνω από 11δις ευρώ μόνο από την εξαφάνιση της γραφειοκρατίας. Εν τέλει οι αγώνες της αριστεράς για οκτώ ώρες ελεύθερου χρόνου πάνε περίπατο με την κατασπατάλησή τους στον κρατικό λαβύρινθο γραφείων και υπηρεσιών. Αν μόνο σ' αυτό το αίτημα η αριστερά αγωνιζόταν πεισματικά, θα επανέρχονταν δώρα, μισθοί και συντάξεις στα πρότερα επίπεδα. Αυτό είναι αριστερό ή όχι;
Η αριστερά στη χώρα μας αγωνίζεται εναντίον του Μνημονίου. Όμως, δυστυχώς, δεν διαφοροποιείται από αυτό στην εσώτερη λογική του. Η λογική του Μνημονίου είναι η οριζόντια και αδιάκριτη περικοπή μισθών, συντάξεων και προνομίων οδηγώντας την κοινωνία στα όριά της. Χωρίς προοπτική. Από την άλλη, η αριστερά αγωνίζεται - κατοπτρικά - αλλά οριζόντια και αδιάκριτα για τη διατήρηση των μισθών, των συντάξεων και των προνομίων. Ίδια λογική, από την ανάποδη.
Χρειαζόμαστε μια πραγματικά προοδευτική αριστερά, που θα διακρίνει την επένδυση από την κερδοσκοπία. Το επίδομα από την αργομισθία. Την παραγωγικότητα από την αδράνεια. Την επιχειρηματικότητα από τη λαμογιά. Τον δημόσιο λειτουργό από τον δημόσιο αργόμισθο. Χρειαζόμαστε μια αριστερά που θα απομακρυνθεί συνειδητά από φασιστικές γενικεύσεις προάγοντας τα στερεότυπα του μονίμως "κακού επιχειρηματία", του μονίμως "καλού εργαζόμενου", του εσαεί "αγωνιζόμενου συνδικαλιστή". Γιατί υπάρχουν και καλοί επιχειρηματίες και κακοί εργαζόμενοι και συνδικαλιστές που αγωνίζονται μόνο για τον τραπεζικό τους λογαριασμό. Θάθελα να δω την αριστερά να αγωνίζεται με την ίδια ζέση και ένταση για τη διατήρηση επιδομάτων ή προνομίων εκεί που χρειάζονται και για την κατάργηση εκεί που πραγματικά αποτελούν πρόκληση για την κοινωνία. Θάθελα να δω την αριστερά να καταγγέλλει με τη γνωστή της ορμή την καταπάτηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και ταυτόχρονα να αγωνίζεται για την μεταβολή - ας πούμε - εκείνου του νομικού καθεστώτος που αποτρέπει την τιμωρία των επίορκων δημοσίων υπαλλήλων. Δυστυχώς, αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών της αριστεράς είναι το θλιβερό φαινόμενο οι ίδιοι συνδικαλιστές, τα ίδια αριστερά στελέχη, οι ίδιοι αρθρογράφοι που διακαώς και χωρίς έλεος αγωνιζόντουσαν πολύ πρόσφατα για επιδόματα των 100 ευρώ, σήμερα να διεξάγουν της ίδιας έντασης αγώνα απλώς για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Πόση πολιτική σοβαρότητα μπορεί να αναμένει κανείς από μια ευρύτερη παράταξη, όταν προστρέχει σε αγώνες σταθερά υψηλής έντασης για αντικρουόμενα μεταξύ τους αιτήματα: Πως είναι δυνατόν να προβάλλεις οικονομικά αιτήματα όταν όπως αποδεικνύεται δεν γνωρίζεις τη βιωσιμότητα της επιχείρησης - ιδιωτικής ή κρατικής - που θα στο δώσει; Αυτό που αντιλαμβάνεται κανείς είναι ότι διεξάγεις αγώνα μόνο για τη διατήρηση του εκλογικού σου δυναμικού. Κι αυτό είναι πολύ ταπεινό για μια τέτοια παράταξη και κοσμοαντίληψη όπως της αριστεράς.
Η αριστερά πρέπει να αποφύγει την ταύτισή της με την ισοπεδωτική - και επαναλαμβάνω φασίζουσα - γενίκευση του Μνημονίου, και των υποστηρικτών του, που θέλει "όλοι οι Έλληνες να είναι διεφθαρμένοι" ή "τεμπέληδες" άρα πρέπει όλοι να καταβάλλουν το τίμημα.
Ανέκαθεν στον πυρήνα της αριστερής ιδεολογίας ήταν το σπάσιμο των στερεοτύπων. Συνέπεια αυτής της προοδευτικότητας ήταν η αριστερά να προηγείται της εποχής της και να υποδέχεται πρώτη τη διαφορετικότητα. Αυτή την αρχή της τη λησμόνησε. Την έκρυψε. Προσχώρησε σε λογικές ισοπεδωτικές και οδηγήθηκε σε πορεία σύγκλισης με αντιδιαμετρικά κείμενες πολιτικές δυνάμεις. Τουλάχιστον στις πρακτικές της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου