Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις ουδέν προσέθεσαν σε ό,τι γνωρίζαμε σχετικά με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της πολιτικής μας σκηνής, μετά το ορόσημο των Ευρωεκλογών. Ίσως η αναδυόμενη ενίσχυση της "καταλληλότητας" του κ. Παπανδρέου να αποτελέσει σημείο αναφοράς στη δημόσια συζήτηση αλλά πέραν τούτου ουδέν. Αξίζει λοιπόν να ασχοληθούμε ενδελεχέστερα με τις εσωτερικές συμβολικές και εξόχως ενδιαφέρουσες διεργασίες στο εκλογικό σώμα και ίσως καταλήξουμε σε μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα που ίσως σηματοδοτήσουν τις επερχόμενες εξελίξεις.
Αν εξετάσουμε σε ευρύ χρονικό πεδίο το βαθμό κινητικότητας του εκλογικού σώματος και μακριά από τις κατ' επίφασιν ιδεοληψίες, θα καταγράψουμε τη θεαματική ενίσχυση του συγκεκριμένου δείκτη. Η απότομη δημοσκοπική άνοδος και κάθοδος του ΣΥΡΙΖΑ, η εκλογική ενίσχυση του ΛΑΟΣ, η σχετική άνοδος των εξω-συστημικών κομμάτων, παλαιών και νέων, (ΔΡΑΣΗ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ κλπ), καταδεικνύουν ότι η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος παρακολουθεί σε ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό ένα μοντέλο εκλογικής κινητικότητας ή ρευστότητας - από την άποψη της "ποσοτικής" παραμέτρου - ενώ η ταχύτητα με την οποία μετακινούνται οι ψηφοφόροι καταδεικνύει ότι το συγκεκριμένο νεοπαγές χαρακτηριστικό δεν εδράζεται σε ιδεολογική βάση -κάθε άλλο- αλλά συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά μιας έντονης "διαμαρτυρικής" εκλογικής πράξης.
Επιπλέον, η "θεματική ψήφος" (issue vote) , η ψήφος εκείνης που προσανατολίζεται σε μονοθεματικού χαρακτήρα πολιτικές επιλογές -ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ, ΚΥΝΗΓΟΙ κλπ -δεν διαφαίνεται ως η κυρίαρχη προτίμηση των μετακινούμενων ψηφοφόρων, ενώ εμφανίζεται να λειτουργεί απλώς ως συμπλήρωμα του κεντρικού ρεύματος διαμαρτυρίας, όπως φαίνεται από τα ποσοστά που τάχιστα εμφανίζονταν να συγκεντρώνουν -δημοσκοπικά- αλλά και να χάνουν - εκλογικά- τα συγκεκριμένα κόμματα που εκπροσωπούν αυτό το είδος της πολιτικής πρότασης.
Αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα πρέπει να ανατρέξουμε πίσω στην προεκλογική περίοδο του 2004 - εξαιρετικά κρίσιμο χρονικό σημείο από πολιτική άποψη - καθώς και στα επόμενα κεντρικά πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν. Θα παρατηρήσουμε ότι τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας απομακρύνθηκαν από τις σκληρές ιδεολογικές τους ταυτότητες και με συγκεκριμένα "σήματα" προς το εκλογικό σώμα, τοποθετήθηκαν ή προσπάθησαν να τοποθετηθούν σε πολιτικές συντεταγμένες ουδέτερες ιδεολογικά στοχεύοντας σε περιοχές ψηφοφόρων πολιτικά μετριοπαθών έως και αποστασιοποιημένων, με τη Νέα Δημοκρατία να αντιλαμβάνεται νωρίτερα -με το ιδεολόγημα του "μεσαίου χώρου"- το νέο π. Θα ήταν περιττό να αναφέρουμε εδώ παραδείγματα τέτοιων κινήσεων, απλά για λόγους πληρότητας θα υπενθυμίσουμε την ένταξη στα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ των κ. Ανδιανόπουλου και Μάνου, την επιλογή του νυν Προέδορυ της Δημοκρατίας από τον κ. Καραμανλή καθώς και η όψιμη θετική αναφορά του στον κ. Σημίτη, αλλά ο κατάλογος θα ήταν εξαιρετικά μεγάλος.
Η απο-ιδεολογικοποίηση της πολιτικής οντότητας των δύο μεγάλων κομμάτων, ενώ αρχικά λειτούργησε ενισχυτικά - ως προς την εκλογική δύναμη της Νέας Δημοκρατίας , αλλά και ως προς τη συγκράτηση των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ με αποτέλεσμα τη διάσωση του δικομματισμού παρά τις περί του αντιθέτου "προφητείες" - στη συνέχεια παρήγαγε δύο σημαντικά πολιτικά προβλήματα: Το πρώτο το περιγράψαμε ήδη και αφορά στην απελευθέρωση εκλογικών δυνάμεων προς άλλες κατευθύνσεις με εντυπωσιακή κινητικότητα για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Το δεύτερο πρόβλημα αφορά στην εισροή εντός της πολιτικής σκηνής ποικίλων εξω-πολιτικών και υπερ-ιδεολογικών μορφωμάτων που στην παρούσα φάση γίνονται ορατά με τη μορφή μιας άκρατης σκανδαλοθηρικού τύπου άσκησης πολιτικής και αντιπολίτευσης. Εφόσον οι πολιτικές δεν ορίζονται από ιδεολογίες, το κενό συμπληρώνεται από "μη-πολιτικές". Αρκεί μια "γκρίζα" φωτογραφία ενός πολιτικού, ένας "περίεργος" διάλογος, μια αμφιβόλου "ηθικής" κίνηση για να αρχίσει μια άνευ προηγουμένου - και βεβαίως καθόλου πολιτική - "συζήτηση".
Μια επιπλέον παρεπόμενη συνέπεια αυτών των επιλογών αφορά στα μικρότερα κόμματα. Η απότομη εκλογική τους ενίσχυση και η ακόλουθη -κατά περίπτωση - πτώση, τα υποβάλλει σε μια πολιτική δοκιμασία που "τεστάρει" τις αντοχές τους. Τα φορτώνει με ευθύνες και τα τοποθετεί σε ρόλους για τους οποίους δεν έχουν απαραίτητα "εκπαιδευθεί" να αναλαμβάνουν. Χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε τόσο το ΣΥΡΙΖΑ όπου ήδη έχει οδηγηθεί σε μια αμφίβολης κατάληξης πορεία εξαιτίας ακριβώς των διλημμάτων στα οποία κλήθηκε να ανταποκριθεί και είτε δεν απάντησε είτε απάντησε με "λάθος" τρόπο καθώς και το ΛΑΟΣ, όπου στο ορατό μέλλον διακινδυνεύει είτε να "χρεωθεί" ενδεχόμενη ήττα της κεντροδεξιάς είτε να κατηγορηθεί -πολιτικά- για σύμπραξη με τις "φθαρμένες δυνάμεις" της "πολυκατοικίας". Φυσικά, δεν προδικάζουμε τις εξελίξεις απλά καταγράφουμε το φαινόμενο.
Στο παραπάνω πλαίσιο αναφοράς, θα ήταν φυσιολογικό και αναμενόμενο το ποσοστό αποχής των ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία - και για να προλάβουμε σχόλια διευκρινίζουμε για πολλοστή φορά ότι το εκλογικό σώμα της "αποχής" έχει την ίδια κατανομή ποσοστών με την "ορατή" ψήφο - να είναι αυξημένο, όπερ και εγένετο. Η λειτουργία των δύο μεγάλων κομμάτων ως διαχειριστές κυβερνητικής εξουσίας και άρα εκ των πραγμάτων διαχειριστές και των ζητημάτων που απασχολούν το κοινωνικό σύνολο, αμφισβητήθηκε από το εκλογικό σώμα και συναφώς μεγάλο μέρος αυτού απείχε της εκλογικής διαδικασίας εφόσον τα κόμματα εξουσίας δεν παρουσίασαν διαφοροποιημένα "πολιτικά πακέτα" που να προσφέρουν λύσεις αλλά ανταγωνίσθηκαν σε ένα εξω-πολιτικό πεδίο. Σε αυτόν τον τομέα το ΠΑΣΟΚ βρήκε ένα πρόσφορο πεδίο με πολλά πλεονεκτήματα αφού δεν αναγκάσθηκε να παρουσιάσει πολιτικές θέσεις που στο παρελθόν το έβαλαν σε δοκιμασία (θυμίζω το άρθρο 16 κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος αλλά και την πρόδηλη απουσία οικονομικής αντι-πρότασης) ενώ η άσκηση εξουσίας από την Κυβέρνηση θα ήταν πολύ δύσκολο να εμφανισθεί απαλλαγμένη σκανδάλων ή "σκανδάλων" απέναντι σε ένα εκλογικό σώμα "έτοιμο" να ανταποκριθεί σε μη-πολιτικά - "γκρίζα" αν θέλετε- ζητήματα.
Ποια η ορθολογική εξέλιξη των πραγμάτων; Η Κυβέρνηση είναι αλήθεια δεν έχει πολλές επιλογές. Κάθε τακτική κίνηση έχει προεξοφληθεί από το εκλογικό σώμα, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως των πρόωρων εκλογών αλλά και του "συνήθους" ανασχηματισμού. Επιπλέον, ο πολιτικός χρόνος είναι ανεπαρκής εφόσον κάθε κίνηση απαιτεί τουλάχιστον ένα τρίμηνο για να επεξεργασθεί και να "απορροφηθεί" από την κοινή γνώμη και ως συνήθως σενάρια περί "πράσινης παρένθεσης" και "διαχειρίσιμης ήττας" κάνουν την εμφάνισή τους. Τίποτα από αυτά δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ αναλάβει την εξουσία αυτομάτως οι συσχετισμοί μεταβάλλονται άρδην και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα τα επέκεινα. Αντίθετα, κατά τη γνώμη μας, η μοναδική ορθολογική εξέλιξη από πλευράς Πρωθυπουργού θα ήταν η επιτάχυνση της διαδικασίας απο-ιδεολογικοποίησης προς νέες περιοχές πολιτικής έκφρασης. Συγκεκριμένα, η συγκρότηση - μέσω ανασχηματισμού - Κυβέρνησης που θα συμπεριελάμβανε πρόσωπα εκτός του πολτικού χώρου της Νέας Δημοκρατίας σε συγκεκριμένους θεματικούς, και όχι πολιτικά "σκληρούς", τομείς - όπως ο Πολιτισμός ή το Περιβάλλον - θα ενίσχυε την εικόνα ενός ηγέτη που κινείται στο χώρο της "επίλυσης προβλημάτων" και όχι στο χώρο της "παραδοσιακής" περιχαρακωμένης πολιτικής. Ακόμη, θα διαφοροποιούσε σημαντικά το προσφερόμενο "πολιτικο πακέτο" της Νέας Δημοκρατίας και θα είχε σοβαρές πιθανότητες να αφαιρέσει από το ΠΑΣΟΚ το πλεονέκτημα των "ηθικών" επιθέσεων, εφόσον αυτές θα στοχοποιούσαν - ενδεχομένως - και το δικό του πολιτικό χώρο.
Στο προηγούμενο άρθρο μας κάναμε λόγο για μια "ιδιότυπη αντιπολίτευση" που άσκησε -σε επικοινωνιακό επίπεδο φυσικά- ο Πρωθυπουργός στη Νέα Δημοκρατία, ακυρώνοντας θέσεις, απόψεις και παγιωμένες αντιλήψεις τις οποίες είχε διακηρύξει και προβάλλει στο παρελθόν. Δεν θα ήταν ασύμβατη με το συγκεκριμένο μοντέλο πολιτικών επιλογών μια εξέλιξη προς την κατεύθυνση της συγκρότησης μιας "υπερ-κομματικής" Κυβέρνησης - τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών- ενώ η ισχνή πλειοψηφία των 151 βουλευτών θα επικρέμετο απειλιτικά επί των βουλευτών που θα αμφισβητούσαν ενεργά παρόμοια απόφαση. Αυτομάτως οι αμφισβητίες θα προσέφεραν την - καλοδεχούμενη για τον Πρωθυπουργό - "ηρωική" έξοδο και θα αναλάμβαναν το πολιτικό κόστος της πτώσης της Κυβέρνησης. Θα μας δικαιώσουν οι εξελίξεις; Είδομεν!
Αν εξετάσουμε σε ευρύ χρονικό πεδίο το βαθμό κινητικότητας του εκλογικού σώματος και μακριά από τις κατ' επίφασιν ιδεοληψίες, θα καταγράψουμε τη θεαματική ενίσχυση του συγκεκριμένου δείκτη. Η απότομη δημοσκοπική άνοδος και κάθοδος του ΣΥΡΙΖΑ, η εκλογική ενίσχυση του ΛΑΟΣ, η σχετική άνοδος των εξω-συστημικών κομμάτων, παλαιών και νέων, (ΔΡΑΣΗ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ κλπ), καταδεικνύουν ότι η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος παρακολουθεί σε ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό ένα μοντέλο εκλογικής κινητικότητας ή ρευστότητας - από την άποψη της "ποσοτικής" παραμέτρου - ενώ η ταχύτητα με την οποία μετακινούνται οι ψηφοφόροι καταδεικνύει ότι το συγκεκριμένο νεοπαγές χαρακτηριστικό δεν εδράζεται σε ιδεολογική βάση -κάθε άλλο- αλλά συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά μιας έντονης "διαμαρτυρικής" εκλογικής πράξης.
Επιπλέον, η "θεματική ψήφος" (issue vote) , η ψήφος εκείνης που προσανατολίζεται σε μονοθεματικού χαρακτήρα πολιτικές επιλογές -ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ, ΚΥΝΗΓΟΙ κλπ -δεν διαφαίνεται ως η κυρίαρχη προτίμηση των μετακινούμενων ψηφοφόρων, ενώ εμφανίζεται να λειτουργεί απλώς ως συμπλήρωμα του κεντρικού ρεύματος διαμαρτυρίας, όπως φαίνεται από τα ποσοστά που τάχιστα εμφανίζονταν να συγκεντρώνουν -δημοσκοπικά- αλλά και να χάνουν - εκλογικά- τα συγκεκριμένα κόμματα που εκπροσωπούν αυτό το είδος της πολιτικής πρότασης.
Αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα πρέπει να ανατρέξουμε πίσω στην προεκλογική περίοδο του 2004 - εξαιρετικά κρίσιμο χρονικό σημείο από πολιτική άποψη - καθώς και στα επόμενα κεντρικά πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν. Θα παρατηρήσουμε ότι τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας απομακρύνθηκαν από τις σκληρές ιδεολογικές τους ταυτότητες και με συγκεκριμένα "σήματα" προς το εκλογικό σώμα, τοποθετήθηκαν ή προσπάθησαν να τοποθετηθούν σε πολιτικές συντεταγμένες ουδέτερες ιδεολογικά στοχεύοντας σε περιοχές ψηφοφόρων πολιτικά μετριοπαθών έως και αποστασιοποιημένων, με τη Νέα Δημοκρατία να αντιλαμβάνεται νωρίτερα -με το ιδεολόγημα του "μεσαίου χώρου"- το νέο π. Θα ήταν περιττό να αναφέρουμε εδώ παραδείγματα τέτοιων κινήσεων, απλά για λόγους πληρότητας θα υπενθυμίσουμε την ένταξη στα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ των κ. Ανδιανόπουλου και Μάνου, την επιλογή του νυν Προέδορυ της Δημοκρατίας από τον κ. Καραμανλή καθώς και η όψιμη θετική αναφορά του στον κ. Σημίτη, αλλά ο κατάλογος θα ήταν εξαιρετικά μεγάλος.
Η απο-ιδεολογικοποίηση της πολιτικής οντότητας των δύο μεγάλων κομμάτων, ενώ αρχικά λειτούργησε ενισχυτικά - ως προς την εκλογική δύναμη της Νέας Δημοκρατίας , αλλά και ως προς τη συγκράτηση των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ με αποτέλεσμα τη διάσωση του δικομματισμού παρά τις περί του αντιθέτου "προφητείες" - στη συνέχεια παρήγαγε δύο σημαντικά πολιτικά προβλήματα: Το πρώτο το περιγράψαμε ήδη και αφορά στην απελευθέρωση εκλογικών δυνάμεων προς άλλες κατευθύνσεις με εντυπωσιακή κινητικότητα για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Το δεύτερο πρόβλημα αφορά στην εισροή εντός της πολιτικής σκηνής ποικίλων εξω-πολιτικών και υπερ-ιδεολογικών μορφωμάτων που στην παρούσα φάση γίνονται ορατά με τη μορφή μιας άκρατης σκανδαλοθηρικού τύπου άσκησης πολιτικής και αντιπολίτευσης. Εφόσον οι πολιτικές δεν ορίζονται από ιδεολογίες, το κενό συμπληρώνεται από "μη-πολιτικές". Αρκεί μια "γκρίζα" φωτογραφία ενός πολιτικού, ένας "περίεργος" διάλογος, μια αμφιβόλου "ηθικής" κίνηση για να αρχίσει μια άνευ προηγουμένου - και βεβαίως καθόλου πολιτική - "συζήτηση".
Μια επιπλέον παρεπόμενη συνέπεια αυτών των επιλογών αφορά στα μικρότερα κόμματα. Η απότομη εκλογική τους ενίσχυση και η ακόλουθη -κατά περίπτωση - πτώση, τα υποβάλλει σε μια πολιτική δοκιμασία που "τεστάρει" τις αντοχές τους. Τα φορτώνει με ευθύνες και τα τοποθετεί σε ρόλους για τους οποίους δεν έχουν απαραίτητα "εκπαιδευθεί" να αναλαμβάνουν. Χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε τόσο το ΣΥΡΙΖΑ όπου ήδη έχει οδηγηθεί σε μια αμφίβολης κατάληξης πορεία εξαιτίας ακριβώς των διλημμάτων στα οποία κλήθηκε να ανταποκριθεί και είτε δεν απάντησε είτε απάντησε με "λάθος" τρόπο καθώς και το ΛΑΟΣ, όπου στο ορατό μέλλον διακινδυνεύει είτε να "χρεωθεί" ενδεχόμενη ήττα της κεντροδεξιάς είτε να κατηγορηθεί -πολιτικά- για σύμπραξη με τις "φθαρμένες δυνάμεις" της "πολυκατοικίας". Φυσικά, δεν προδικάζουμε τις εξελίξεις απλά καταγράφουμε το φαινόμενο.
Στο παραπάνω πλαίσιο αναφοράς, θα ήταν φυσιολογικό και αναμενόμενο το ποσοστό αποχής των ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία - και για να προλάβουμε σχόλια διευκρινίζουμε για πολλοστή φορά ότι το εκλογικό σώμα της "αποχής" έχει την ίδια κατανομή ποσοστών με την "ορατή" ψήφο - να είναι αυξημένο, όπερ και εγένετο. Η λειτουργία των δύο μεγάλων κομμάτων ως διαχειριστές κυβερνητικής εξουσίας και άρα εκ των πραγμάτων διαχειριστές και των ζητημάτων που απασχολούν το κοινωνικό σύνολο, αμφισβητήθηκε από το εκλογικό σώμα και συναφώς μεγάλο μέρος αυτού απείχε της εκλογικής διαδικασίας εφόσον τα κόμματα εξουσίας δεν παρουσίασαν διαφοροποιημένα "πολιτικά πακέτα" που να προσφέρουν λύσεις αλλά ανταγωνίσθηκαν σε ένα εξω-πολιτικό πεδίο. Σε αυτόν τον τομέα το ΠΑΣΟΚ βρήκε ένα πρόσφορο πεδίο με πολλά πλεονεκτήματα αφού δεν αναγκάσθηκε να παρουσιάσει πολιτικές θέσεις που στο παρελθόν το έβαλαν σε δοκιμασία (θυμίζω το άρθρο 16 κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος αλλά και την πρόδηλη απουσία οικονομικής αντι-πρότασης) ενώ η άσκηση εξουσίας από την Κυβέρνηση θα ήταν πολύ δύσκολο να εμφανισθεί απαλλαγμένη σκανδάλων ή "σκανδάλων" απέναντι σε ένα εκλογικό σώμα "έτοιμο" να ανταποκριθεί σε μη-πολιτικά - "γκρίζα" αν θέλετε- ζητήματα.
Ποια η ορθολογική εξέλιξη των πραγμάτων; Η Κυβέρνηση είναι αλήθεια δεν έχει πολλές επιλογές. Κάθε τακτική κίνηση έχει προεξοφληθεί από το εκλογικό σώμα, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως των πρόωρων εκλογών αλλά και του "συνήθους" ανασχηματισμού. Επιπλέον, ο πολιτικός χρόνος είναι ανεπαρκής εφόσον κάθε κίνηση απαιτεί τουλάχιστον ένα τρίμηνο για να επεξεργασθεί και να "απορροφηθεί" από την κοινή γνώμη και ως συνήθως σενάρια περί "πράσινης παρένθεσης" και "διαχειρίσιμης ήττας" κάνουν την εμφάνισή τους. Τίποτα από αυτά δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ αναλάβει την εξουσία αυτομάτως οι συσχετισμοί μεταβάλλονται άρδην και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα τα επέκεινα. Αντίθετα, κατά τη γνώμη μας, η μοναδική ορθολογική εξέλιξη από πλευράς Πρωθυπουργού θα ήταν η επιτάχυνση της διαδικασίας απο-ιδεολογικοποίησης προς νέες περιοχές πολιτικής έκφρασης. Συγκεκριμένα, η συγκρότηση - μέσω ανασχηματισμού - Κυβέρνησης που θα συμπεριελάμβανε πρόσωπα εκτός του πολτικού χώρου της Νέας Δημοκρατίας σε συγκεκριμένους θεματικούς, και όχι πολιτικά "σκληρούς", τομείς - όπως ο Πολιτισμός ή το Περιβάλλον - θα ενίσχυε την εικόνα ενός ηγέτη που κινείται στο χώρο της "επίλυσης προβλημάτων" και όχι στο χώρο της "παραδοσιακής" περιχαρακωμένης πολιτικής. Ακόμη, θα διαφοροποιούσε σημαντικά το προσφερόμενο "πολιτικο πακέτο" της Νέας Δημοκρατίας και θα είχε σοβαρές πιθανότητες να αφαιρέσει από το ΠΑΣΟΚ το πλεονέκτημα των "ηθικών" επιθέσεων, εφόσον αυτές θα στοχοποιούσαν - ενδεχομένως - και το δικό του πολιτικό χώρο.
Στο προηγούμενο άρθρο μας κάναμε λόγο για μια "ιδιότυπη αντιπολίτευση" που άσκησε -σε επικοινωνιακό επίπεδο φυσικά- ο Πρωθυπουργός στη Νέα Δημοκρατία, ακυρώνοντας θέσεις, απόψεις και παγιωμένες αντιλήψεις τις οποίες είχε διακηρύξει και προβάλλει στο παρελθόν. Δεν θα ήταν ασύμβατη με το συγκεκριμένο μοντέλο πολιτικών επιλογών μια εξέλιξη προς την κατεύθυνση της συγκρότησης μιας "υπερ-κομματικής" Κυβέρνησης - τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών- ενώ η ισχνή πλειοψηφία των 151 βουλευτών θα επικρέμετο απειλιτικά επί των βουλευτών που θα αμφισβητούσαν ενεργά παρόμοια απόφαση. Αυτομάτως οι αμφισβητίες θα προσέφεραν την - καλοδεχούμενη για τον Πρωθυπουργό - "ηρωική" έξοδο και θα αναλάμβαναν το πολιτικό κόστος της πτώσης της Κυβέρνησης. Θα μας δικαιώσουν οι εξελίξεις; Είδομεν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου