Ολοκληρώνεται εντός των ημερών ο κύκλος των μετρήσεων της κοινής γνώμης, εν μέσω των σεισμικών φαινομένων και του Euro 2008 που κυριαρχούν στην επικαιρότητα, πριν εισέλθουμε και επισήμως στη "νεκρή" πολιτικά θερινή περίοδο η οποία όμως ενίοτε αποδεικνύεται ιδιαιτέρως θερμή και εξόχως ζωηρή εάν ανακαλέσουμε τα τεκταινόμενα της περσινής χρονιάς.
Μπορούμε να απομονώσουμε δύο κύρια χαρακτηριστικά, πολύ χρήσιμα για τη διατύπωση συμπερασμάτων:
-Κεντρικό στοιχείο που αποκομίζει κανείς από το σύνολο των δημοσκοπήσεων είναι ο φόβος και η απογοήτευση των πολιτών απέναντι στο πρωτεύον ζήτημα της ακρίβειας και του πληθωρισμού. Η κοινή γνώμη φαίνεται να αδιαφορεί για τη λοιπή επικαιρότητα, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της γύρω από την κατάσταση της οικονομίας και ιδιαίτερα στο τμήμα εκείνο που αφορά στα νοικοκυριά. Η καθημερινότητα που βιώνουν οι πολίτες αντανακλάται στη διάταξη των ποσοστών σημαντικότητας των επί μέρους ζητημάτων που ετέθησαν προς μέτρηση. Οι δείκτες απαισιοδοξίας τείνουν να μεγιστοποιηθούν επιβεβαιώνοντας τη συναισθηματική μεταβολή που καταγράφεται και παγιώνεται στην κοινή γνώμη. Αναφέρουμε τον όρο συναισθηματική μεταβολή, εφόσον το εκλογικό σώμα τείνει να κινείται κυρίως ορμώμενη από το θυμικό και πολύ λιγότερο από το λογικό ως συλλογική οντότητα. Αν κάνουμε μια μικρή ιστορική και πολιτική αναδρομή, εύκολα διαπιστώνουμε ότι το 2004 -έτος πολιτικής μεταβολής για τη χώρα μας - τα κυρίαρχα συναισθήματα στην κοινή γνώμη περιστρέφοντο γύρω από την ελπίδα και την θετική προοπτική για το μέλλον, εξαιτίας τόσο των σημαντικών επικοινωνιακά γεγονότων (Ολυμπιακοί αγώνες ) όσο και της οιωνεί "ανάθεσης" στο νεοεκλεγέντα -τότε - κ. Καραμανλή να διαχειριστεί αυτό το θετικό συναισθηματικό φορτίο.
-Δεύτερο σημαντικό στοιχείο των δημοσκοπήσεων που "τρέχουν" αποτελεί η σταθερή κατάταξη των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Δεν αναφερόμαστε στα επί μέρους ποσοστά και στις αυξομειώσεις αυτών αλλά στη σειρά προτίμησης, η οποία και παραμένει σταθερή. Οι πολίτες φέρονται να επιλέγουν κατά προτεραιότητα το κυβερνών κόμμα, στην παρούσα συγκυρία, για την άσκηση της εξουσίας και δεν αφήνουν περιθώρια για ανατροπή του σκηνικού είτε αναδεικνύοντας το ΠΑΣΟΚ ως πρώτη δύναμη είτε ενισχύοντας συστηματικά και δυναμικά τον τρίτο πόλο εξουσίας. Η κοινή γνώμη μοιάζει να βρίσκεται σε στάση αναμονής με τη σχετική δύναμη των κομμάτων να διατηρείται σταθερή. Με δεδομένο το πρώτο μας στοιχείο, αυτό των εσωτερικών και εν πολλοίς ψυχολογικής ποιότητας διεργασιών που καταγράφονται στην κοινή γνώμη, η επιφανειακή "ακινησία" του χάρτη των πολιτικών συσχετισμών εμπεριέχει δυναμικές διεργασίες μετακίνησης ψηφοφόρων καθιστώντας αδύνατη την πρόβλεψη για το χρόνο το μέγεθος και το επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων για να δανειστούμε μια κλισέ φράση από τα τηλεπαράθυρα των ημερών. Στο επικοινωνιακό τοπίο, όπως έχουμε σχολιάσει και σε προηγούμενα άρθρα μας, αυτή η κατάσταση αναμένεται να πυροδοτήσει εκ νέου εξελίξεις σχετικές με την προβολή προσώπων και τάσεων (βουλευτές "λαϊκής δεξιάς", εσωκομματικούς αντιπάλους κλπ) εφόσον εν μέσω μετακινήσεων ψηφοφόρων - και προς άγραν αυτών!- ενδείκνυνται ανάλογες ενέργειες. Ενδεχομένως στο πλαίσιο αυτό να εντάσσεται και η πρόσφατη επιστολή Σημίτη προς τον κ. Παπανδρέου, χαρακτηριστική κίνηση επανεισόδου στο πολιτική προσκήνιο από την πλευρά του πρώην Πρωθυπουργού.
Συμπερασματικά, ο κ. Καραμανλής καλείται να αντιμετωπίσει μια ουσιαστική ποιοτική μεταβολή της κοινής γνώμης σε σχέση με το παρελθόν. Μέχρι πρόσφατα ήταν ο διαχειριστής της λαϊκής ευαρέσκειας, της λαϊκής αισιοδοξίας, της ελπίδας για ανανέωση. Τώρα καλείται να διαχειριστεί απογοήτευση και δυσαρέσκεια. Τι χωρίζει τις δύο καταστάσεις; Κυρίως η διαπίστωση πως στην πρώτη περίπτωση δεν χρειαζόταν να παράγει πολιτική για να εξακολουθεί να είναι κυρίαρχα αποδεκτός από την κοινή γνώμη, ενώ στη δεύτερη -την οποία και ξεκινήσαμε να διανύουμε - είναι απαραίτητη η ανάληψη πρωτοβουλιών και η παραγωγή θετικού έργου με αναφορά στα κατώτερα οικονομικά στρώματα ώστε να μην διογκώνεται η κρίση και η δυσαρέσκεια. Στο ευρύτερο περιβάλλον, η διεθνής οικονομική συγκυρία δεν τον ευνοεί. Αναμένουμε -εκτός απροόπτου- σε μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα τις πρώτες, μετά από αρκετό καιρό, αρνητικές δημοσκοπήσεις για την Κυβέρνηση.
Αντίθετα, ο κ. Παπανδρέου τοποθετείται με ολοένα και μεγαλύτερη επιτυχία σε μια θέση του πολιτικού χάρτη, οι συντεταγμένες της οποίας δεν υπήρχαν μέχρι τώρα. Εκείνης του κοινά αποδεκτού ηγέτη ή πολιτικού εκφραστή, αν θέλετε μια πιο ήπια έκφραση, της Κεντροαριστεράς. Ίσως όχι του Συνασπισμού ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, αλλά της Κεντροαριστεράς με ευρύτερη αναφορά στην κοινωνία. Δεν γνωρίζουμε εάν πρόκειται για πολιτική νομοτέλεια ή για εκούσια πολιτική επιλογή. Καθημερινά όμως εμφανίζεται να συνθέτει και να αθροίζει στοιχεία που του επιτρέπουν να κινείται με άνεση στους δύο χώρους, κεφαλαιοποιώντας την πολιτική σχέση που σταδιακά αποκαθιστούσε με τμήματα της κοινωνίας, αποστασιοποιούμενος από τα στενά κομματικά πλαίσια τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ. Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς αν διαβάζουμε ανάποδα τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ όπερ μεθερμηνευόμενον γιατί ο κ. Τσίπρας δεν μπορεί να αναλάβει την πρωτοβουλία ή και να ηγηθεί μιας Κεντροαριστεράς συμμαχίας, ικανής να διεκδικήσει την εξουσία, εφόσον φαίνεται να κατέχει και ένα σημαντικό ποσοστό στο εκλογικό σώμα. Μα διότι κατά την άποψή μας, στον κ. Τσίπρα αντανακλάται η διαρρέουσα ψήφος διαμαρτυρίας και όχι η οιονεί λαϊκή εντολή για οψέποτε ανάληψη εξουσίας, γεγονός που εκ του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ απορρέει αλλά και από την δυστυχώς ξύλινη μιντιακή ρητορική του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ υπογραμμίζεται. Στο πρόσωπο του κ. Παπανδρέου, η Κεντροαριστερά μπορεί να βρει τον εκφραστή της. Το ερώτημα που εξακολουθεί να υφίσταται είναι εάν η Κεντροαριστερά μπορεί να αποτελέσει κυρίαρχη πολιτική δύναμη στο ορατό μέλλον.
Μπορούμε να απομονώσουμε δύο κύρια χαρακτηριστικά, πολύ χρήσιμα για τη διατύπωση συμπερασμάτων:
-Κεντρικό στοιχείο που αποκομίζει κανείς από το σύνολο των δημοσκοπήσεων είναι ο φόβος και η απογοήτευση των πολιτών απέναντι στο πρωτεύον ζήτημα της ακρίβειας και του πληθωρισμού. Η κοινή γνώμη φαίνεται να αδιαφορεί για τη λοιπή επικαιρότητα, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της γύρω από την κατάσταση της οικονομίας και ιδιαίτερα στο τμήμα εκείνο που αφορά στα νοικοκυριά. Η καθημερινότητα που βιώνουν οι πολίτες αντανακλάται στη διάταξη των ποσοστών σημαντικότητας των επί μέρους ζητημάτων που ετέθησαν προς μέτρηση. Οι δείκτες απαισιοδοξίας τείνουν να μεγιστοποιηθούν επιβεβαιώνοντας τη συναισθηματική μεταβολή που καταγράφεται και παγιώνεται στην κοινή γνώμη. Αναφέρουμε τον όρο συναισθηματική μεταβολή, εφόσον το εκλογικό σώμα τείνει να κινείται κυρίως ορμώμενη από το θυμικό και πολύ λιγότερο από το λογικό ως συλλογική οντότητα. Αν κάνουμε μια μικρή ιστορική και πολιτική αναδρομή, εύκολα διαπιστώνουμε ότι το 2004 -έτος πολιτικής μεταβολής για τη χώρα μας - τα κυρίαρχα συναισθήματα στην κοινή γνώμη περιστρέφοντο γύρω από την ελπίδα και την θετική προοπτική για το μέλλον, εξαιτίας τόσο των σημαντικών επικοινωνιακά γεγονότων (Ολυμπιακοί αγώνες ) όσο και της οιωνεί "ανάθεσης" στο νεοεκλεγέντα -τότε - κ. Καραμανλή να διαχειριστεί αυτό το θετικό συναισθηματικό φορτίο.
-Δεύτερο σημαντικό στοιχείο των δημοσκοπήσεων που "τρέχουν" αποτελεί η σταθερή κατάταξη των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Δεν αναφερόμαστε στα επί μέρους ποσοστά και στις αυξομειώσεις αυτών αλλά στη σειρά προτίμησης, η οποία και παραμένει σταθερή. Οι πολίτες φέρονται να επιλέγουν κατά προτεραιότητα το κυβερνών κόμμα, στην παρούσα συγκυρία, για την άσκηση της εξουσίας και δεν αφήνουν περιθώρια για ανατροπή του σκηνικού είτε αναδεικνύοντας το ΠΑΣΟΚ ως πρώτη δύναμη είτε ενισχύοντας συστηματικά και δυναμικά τον τρίτο πόλο εξουσίας. Η κοινή γνώμη μοιάζει να βρίσκεται σε στάση αναμονής με τη σχετική δύναμη των κομμάτων να διατηρείται σταθερή. Με δεδομένο το πρώτο μας στοιχείο, αυτό των εσωτερικών και εν πολλοίς ψυχολογικής ποιότητας διεργασιών που καταγράφονται στην κοινή γνώμη, η επιφανειακή "ακινησία" του χάρτη των πολιτικών συσχετισμών εμπεριέχει δυναμικές διεργασίες μετακίνησης ψηφοφόρων καθιστώντας αδύνατη την πρόβλεψη για το χρόνο το μέγεθος και το επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων για να δανειστούμε μια κλισέ φράση από τα τηλεπαράθυρα των ημερών. Στο επικοινωνιακό τοπίο, όπως έχουμε σχολιάσει και σε προηγούμενα άρθρα μας, αυτή η κατάσταση αναμένεται να πυροδοτήσει εκ νέου εξελίξεις σχετικές με την προβολή προσώπων και τάσεων (βουλευτές "λαϊκής δεξιάς", εσωκομματικούς αντιπάλους κλπ) εφόσον εν μέσω μετακινήσεων ψηφοφόρων - και προς άγραν αυτών!- ενδείκνυνται ανάλογες ενέργειες. Ενδεχομένως στο πλαίσιο αυτό να εντάσσεται και η πρόσφατη επιστολή Σημίτη προς τον κ. Παπανδρέου, χαρακτηριστική κίνηση επανεισόδου στο πολιτική προσκήνιο από την πλευρά του πρώην Πρωθυπουργού.
Συμπερασματικά, ο κ. Καραμανλής καλείται να αντιμετωπίσει μια ουσιαστική ποιοτική μεταβολή της κοινής γνώμης σε σχέση με το παρελθόν. Μέχρι πρόσφατα ήταν ο διαχειριστής της λαϊκής ευαρέσκειας, της λαϊκής αισιοδοξίας, της ελπίδας για ανανέωση. Τώρα καλείται να διαχειριστεί απογοήτευση και δυσαρέσκεια. Τι χωρίζει τις δύο καταστάσεις; Κυρίως η διαπίστωση πως στην πρώτη περίπτωση δεν χρειαζόταν να παράγει πολιτική για να εξακολουθεί να είναι κυρίαρχα αποδεκτός από την κοινή γνώμη, ενώ στη δεύτερη -την οποία και ξεκινήσαμε να διανύουμε - είναι απαραίτητη η ανάληψη πρωτοβουλιών και η παραγωγή θετικού έργου με αναφορά στα κατώτερα οικονομικά στρώματα ώστε να μην διογκώνεται η κρίση και η δυσαρέσκεια. Στο ευρύτερο περιβάλλον, η διεθνής οικονομική συγκυρία δεν τον ευνοεί. Αναμένουμε -εκτός απροόπτου- σε μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα τις πρώτες, μετά από αρκετό καιρό, αρνητικές δημοσκοπήσεις για την Κυβέρνηση.
Αντίθετα, ο κ. Παπανδρέου τοποθετείται με ολοένα και μεγαλύτερη επιτυχία σε μια θέση του πολιτικού χάρτη, οι συντεταγμένες της οποίας δεν υπήρχαν μέχρι τώρα. Εκείνης του κοινά αποδεκτού ηγέτη ή πολιτικού εκφραστή, αν θέλετε μια πιο ήπια έκφραση, της Κεντροαριστεράς. Ίσως όχι του Συνασπισμού ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ, αλλά της Κεντροαριστεράς με ευρύτερη αναφορά στην κοινωνία. Δεν γνωρίζουμε εάν πρόκειται για πολιτική νομοτέλεια ή για εκούσια πολιτική επιλογή. Καθημερινά όμως εμφανίζεται να συνθέτει και να αθροίζει στοιχεία που του επιτρέπουν να κινείται με άνεση στους δύο χώρους, κεφαλαιοποιώντας την πολιτική σχέση που σταδιακά αποκαθιστούσε με τμήματα της κοινωνίας, αποστασιοποιούμενος από τα στενά κομματικά πλαίσια τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ. Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς αν διαβάζουμε ανάποδα τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ όπερ μεθερμηνευόμενον γιατί ο κ. Τσίπρας δεν μπορεί να αναλάβει την πρωτοβουλία ή και να ηγηθεί μιας Κεντροαριστεράς συμμαχίας, ικανής να διεκδικήσει την εξουσία, εφόσον φαίνεται να κατέχει και ένα σημαντικό ποσοστό στο εκλογικό σώμα. Μα διότι κατά την άποψή μας, στον κ. Τσίπρα αντανακλάται η διαρρέουσα ψήφος διαμαρτυρίας και όχι η οιονεί λαϊκή εντολή για οψέποτε ανάληψη εξουσίας, γεγονός που εκ του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ απορρέει αλλά και από την δυστυχώς ξύλινη μιντιακή ρητορική του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ υπογραμμίζεται. Στο πρόσωπο του κ. Παπανδρέου, η Κεντροαριστερά μπορεί να βρει τον εκφραστή της. Το ερώτημα που εξακολουθεί να υφίσταται είναι εάν η Κεντροαριστερά μπορεί να αποτελέσει κυρίαρχη πολιτική δύναμη στο ορατό μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου