Πριν λίγο καιρό σημειώναμε από αυτό το ιστολόγιο, την εκτίμηση πως η εύθραυστη ισορροπία της ελληνικής πολιτικής σκηνής κατά την τρέχουσα περίοδο δεν χρειάζεται παρά μικρή ώθηση από ένα ασήμαντης - επικοινωνιακά- αξίας γεγονότος, ώστε να καταστεί ασταθής και εντέλει να οδηγήσει σε εξελίξεις.
Εκτιμούμε ότι στην παραπάνω εκτίμηση εντάσσεται η επιστολή Σημίτη προς τον κ. Παπανδρέου αναφορικά με ένα ζήτημα -τη Συνθήκη της Λισαβόνας και της διαδικασίας κύρωσής της- το οποίο σαφώς και αφίσταται της τρέχουσας ατζέντας θεμάτων που απασχολεί το εκλογικό σώμα. Η κίνηση Σημίτη δεν απευθύνεται σε ευρύ πολιτικό ακροατήριο. Έχει εσωκομματικούς αποδέκτες και θέτει διλήμματα - προσχώρησης ή άρνησης - στο κομματικό σύστημα του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα, η κίνηση/απάντηση του αρχηγού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης - η απομάκρυνση του πρώην Πρωθυπουργού από την κοινοβουλευτική ομάδα του κινήματος- απευθύνεται στην κοινωνία. Απευθύνεται σε ένα ευρύ ακροατήριο του εκλογικού σώματος και το προσκαλεί να πάρει θέση απέναντι στην επιλογή του κ. Παπανδρέου. Ουσιώδης επικοινωνιακή διαφορά μεταξύ των δύο πολιτικών κινήσεων, με την πλάστιγγα να γέρνει μάλλον υπέρ του κ. Παπανδρέου.
Αν επιχειρήσουμε μια ευρύτερη προσέγγιση του ζητήματος, θα συνεχίσουμε το συλλογισμό που αναπτύξαμε σε προηγούμενες αναλύσεις μας και θα αναφέρουμε εδώ επιγραμματικά τις βασικές μας παραδοχές:
- Οι συνθήκες που συγκρότησαν και επέτρεψαν στον περίφημο πια "μεσαίο χώρο" της ελληνικής κοινωνίας να αναδειχθεί σε ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων δημιουργήθηκαν και διαχειρίσθηκαν από τις κυβερνήσεις Σημίτη.
- Αυτόν τον μεσαίο χώρο διεμβόλισε ο κ. Καραμανλής, υποσχόμενος διεύρυνσή του -μέσω του συνθήματος της "μεταρρύθμισης"- και σταθερής σχέσης του με την εξουσία δια της επανίδρυσης του Κράτους στα μέτρα που ο μεσαίος χώρος απαιτούσε.
-Σταδιακά η δυσμενής οικονομική συγκυρία -σε τοπικό αλλά και διεθνές επίπεδο- αποδυνάμωσε τη δυναμική του μεσαίου χώρου, συγκρότησε κοινωνικές ομάδες με κοινό χαρακτηριστικό τη διαμαρτυρία και την άρνηση στις παραδοσιακές πολιτικές επιλογές, που επί του παρόντος τουλάχιστον δεν μπορούν να εκφραστούν ενιαία και μαζικά. Η ευκαιριακή άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει ότι μπορεί να παρουσιάσει στοιχεία διεκδίκησης της εξουσίας.
Στο παραπάνω πλαίσιο αναφοράς, ο κ. Παπανδρέου επένδυσε στην ενίσχυση του κεντροαριστερού του προφίλ, σε μια προσπάθεια διεκδίκησης της ηγεσίας μιας ευρείας διείσδυσης του ΠΑΣΟΚ στο χώρο της "διαμαρτυρικής ψήφου". Επένδυσε σε σύμβολα αναφοράς της νεολαίας - νέες τεχνολογίες, οικολογία, χαλαρές κομματικές δομές - ενδυναμώνοντας μεν την επικοινωνιακή του εικόνα αλλά σε ένα χώρο που μέχρι σήμερα αδυνατούσε να του αποφέρει το πολιτικό κεφάλαιο που χρειαζόταν ώστε να αποκτήσει ανοδική δυναμική. Άλλωστε η νέα γενιά στη χώρα μας δεν αποτελεί παρά ένα μειοψηφικό και εν πολλοίς απολίτικο κοινωνικό στρώμα.
Στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα, ο κ. Παπανδρέου εμφανιζόταν ως συμπαθής πολιτικός, έπασχε όμως σημαντικά σε ζητήματα ηγετικής ικανότητας και κομματικής αξιοπιστίας. Ήταν νομοτελειακά απαραίτητη στο επικοινωνιακό πεδίο η κίνησή του προς τον κ. Σημίτη. Ο πρώην Πρωθυπουργός περίπου ταυτίστηκε με μια περίοδο της πολιτικής ιστορίας που ασκήθηκε στη χώρα μας μια τεχνοκρατικού τύπου διακυβέρνηση, η ανάμνηση της οποίας στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία δεν προκαλεί και τα θετικότερα συναισθήματα στην κοινή γνώμη. Η κοινωνία, με πολύ γρήγορο ρυθμό, παρακολούθησε την επί τα χείρω μεταβολή των οικονομικών δεικτών και κινείται πλέον από το συντηρητισμό και τις φιλελεύθερες επιλογές προς πλέον κεντροαριστερές επιλογές, αναζητώντας "προστασία" σε κοινωνικού χαρακτήρα προτάσεις εξουσίας.
Η αντίδραση από το χώρο της Νέας Δημοκρατίας δεν υπήρξε μέχρι τώρα ούτε οργανωμένη ούτε επαρκής. Υποσυνείδητα θα έλεγε κανείς τα στελέχη της "λαϊκής δεξιάς" αναζητούν έκφραση και πολιτικό χώρο διαισθανόμενα την κοινωνική μεταστροφή, αλλά ο κύριος εκφραστής της επικοινωνιακής εικόνας του κυβερνώντος κόμματος, ο κ. Καραμανλής, δεν φαίνεται ότι μετέχει σε αυτόν τον προβληματισμό.
Συμπερασματικά αυτό που αναμένουμε είναι η πολύ βραχυπρόθεσμη μοιρασμένη αντίδραση του εκλογικού σώματος στην κίνηση του κ. Παπανδρέου, μέχρι να αποκρυσταλλωθεί στην κοινή γνώμη - η οποία γενικά δεν υποδέχεται θετικά τις μεταβολές - η νέα ηγετική εικόνα του κ. Παπανδρέου και να αθροιστεί στην αντίληψή η νέα πραγματικότητα. Στη συνέχεια εκτιμάμε πως είναι εφικτή η σταδιακή άνοδος των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ, υπό την προϋπόθεση ότι θα εξακολουθήσει ο αρχηγός του να επιμένει στις στρατηγικές επιλογές που φαίνεται ότι έχει επιλέξει με πυρήνα αυτών την ευρύτερη κεντροαριστερή συμμαχία. Ο κεντρώος χώρος -που εξ' ανάγκης - θα τείνει η Νέα Δημοκρατία να διεκδικήσει μάλλον εμφανίζεται αποδυναμωμένος και ως εκ τούτου δύσκολα θα αναπληρώσει τις απώλειες για το κυβερνών κόμμα. Το στοίχημα για τη Νέα Δημοκρατία δεν είναι παρά η βέλτιστη διαχείριση του αναπτυσσόμενου φόβου για τις επερχόμενες δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις. Αλλά στη διαχείριση του φόβου έχουμε ήδη αναφερθεί στο προηγούμενο άρθρο μας!
Εκτιμούμε ότι στην παραπάνω εκτίμηση εντάσσεται η επιστολή Σημίτη προς τον κ. Παπανδρέου αναφορικά με ένα ζήτημα -τη Συνθήκη της Λισαβόνας και της διαδικασίας κύρωσής της- το οποίο σαφώς και αφίσταται της τρέχουσας ατζέντας θεμάτων που απασχολεί το εκλογικό σώμα. Η κίνηση Σημίτη δεν απευθύνεται σε ευρύ πολιτικό ακροατήριο. Έχει εσωκομματικούς αποδέκτες και θέτει διλήμματα - προσχώρησης ή άρνησης - στο κομματικό σύστημα του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα, η κίνηση/απάντηση του αρχηγού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης - η απομάκρυνση του πρώην Πρωθυπουργού από την κοινοβουλευτική ομάδα του κινήματος- απευθύνεται στην κοινωνία. Απευθύνεται σε ένα ευρύ ακροατήριο του εκλογικού σώματος και το προσκαλεί να πάρει θέση απέναντι στην επιλογή του κ. Παπανδρέου. Ουσιώδης επικοινωνιακή διαφορά μεταξύ των δύο πολιτικών κινήσεων, με την πλάστιγγα να γέρνει μάλλον υπέρ του κ. Παπανδρέου.
Αν επιχειρήσουμε μια ευρύτερη προσέγγιση του ζητήματος, θα συνεχίσουμε το συλλογισμό που αναπτύξαμε σε προηγούμενες αναλύσεις μας και θα αναφέρουμε εδώ επιγραμματικά τις βασικές μας παραδοχές:
- Οι συνθήκες που συγκρότησαν και επέτρεψαν στον περίφημο πια "μεσαίο χώρο" της ελληνικής κοινωνίας να αναδειχθεί σε ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων δημιουργήθηκαν και διαχειρίσθηκαν από τις κυβερνήσεις Σημίτη.
- Αυτόν τον μεσαίο χώρο διεμβόλισε ο κ. Καραμανλής, υποσχόμενος διεύρυνσή του -μέσω του συνθήματος της "μεταρρύθμισης"- και σταθερής σχέσης του με την εξουσία δια της επανίδρυσης του Κράτους στα μέτρα που ο μεσαίος χώρος απαιτούσε.
-Σταδιακά η δυσμενής οικονομική συγκυρία -σε τοπικό αλλά και διεθνές επίπεδο- αποδυνάμωσε τη δυναμική του μεσαίου χώρου, συγκρότησε κοινωνικές ομάδες με κοινό χαρακτηριστικό τη διαμαρτυρία και την άρνηση στις παραδοσιακές πολιτικές επιλογές, που επί του παρόντος τουλάχιστον δεν μπορούν να εκφραστούν ενιαία και μαζικά. Η ευκαιριακή άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει ότι μπορεί να παρουσιάσει στοιχεία διεκδίκησης της εξουσίας.
Στο παραπάνω πλαίσιο αναφοράς, ο κ. Παπανδρέου επένδυσε στην ενίσχυση του κεντροαριστερού του προφίλ, σε μια προσπάθεια διεκδίκησης της ηγεσίας μιας ευρείας διείσδυσης του ΠΑΣΟΚ στο χώρο της "διαμαρτυρικής ψήφου". Επένδυσε σε σύμβολα αναφοράς της νεολαίας - νέες τεχνολογίες, οικολογία, χαλαρές κομματικές δομές - ενδυναμώνοντας μεν την επικοινωνιακή του εικόνα αλλά σε ένα χώρο που μέχρι σήμερα αδυνατούσε να του αποφέρει το πολιτικό κεφάλαιο που χρειαζόταν ώστε να αποκτήσει ανοδική δυναμική. Άλλωστε η νέα γενιά στη χώρα μας δεν αποτελεί παρά ένα μειοψηφικό και εν πολλοίς απολίτικο κοινωνικό στρώμα.
Στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα, ο κ. Παπανδρέου εμφανιζόταν ως συμπαθής πολιτικός, έπασχε όμως σημαντικά σε ζητήματα ηγετικής ικανότητας και κομματικής αξιοπιστίας. Ήταν νομοτελειακά απαραίτητη στο επικοινωνιακό πεδίο η κίνησή του προς τον κ. Σημίτη. Ο πρώην Πρωθυπουργός περίπου ταυτίστηκε με μια περίοδο της πολιτικής ιστορίας που ασκήθηκε στη χώρα μας μια τεχνοκρατικού τύπου διακυβέρνηση, η ανάμνηση της οποίας στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία δεν προκαλεί και τα θετικότερα συναισθήματα στην κοινή γνώμη. Η κοινωνία, με πολύ γρήγορο ρυθμό, παρακολούθησε την επί τα χείρω μεταβολή των οικονομικών δεικτών και κινείται πλέον από το συντηρητισμό και τις φιλελεύθερες επιλογές προς πλέον κεντροαριστερές επιλογές, αναζητώντας "προστασία" σε κοινωνικού χαρακτήρα προτάσεις εξουσίας.
Η αντίδραση από το χώρο της Νέας Δημοκρατίας δεν υπήρξε μέχρι τώρα ούτε οργανωμένη ούτε επαρκής. Υποσυνείδητα θα έλεγε κανείς τα στελέχη της "λαϊκής δεξιάς" αναζητούν έκφραση και πολιτικό χώρο διαισθανόμενα την κοινωνική μεταστροφή, αλλά ο κύριος εκφραστής της επικοινωνιακής εικόνας του κυβερνώντος κόμματος, ο κ. Καραμανλής, δεν φαίνεται ότι μετέχει σε αυτόν τον προβληματισμό.
Συμπερασματικά αυτό που αναμένουμε είναι η πολύ βραχυπρόθεσμη μοιρασμένη αντίδραση του εκλογικού σώματος στην κίνηση του κ. Παπανδρέου, μέχρι να αποκρυσταλλωθεί στην κοινή γνώμη - η οποία γενικά δεν υποδέχεται θετικά τις μεταβολές - η νέα ηγετική εικόνα του κ. Παπανδρέου και να αθροιστεί στην αντίληψή η νέα πραγματικότητα. Στη συνέχεια εκτιμάμε πως είναι εφικτή η σταδιακή άνοδος των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ, υπό την προϋπόθεση ότι θα εξακολουθήσει ο αρχηγός του να επιμένει στις στρατηγικές επιλογές που φαίνεται ότι έχει επιλέξει με πυρήνα αυτών την ευρύτερη κεντροαριστερή συμμαχία. Ο κεντρώος χώρος -που εξ' ανάγκης - θα τείνει η Νέα Δημοκρατία να διεκδικήσει μάλλον εμφανίζεται αποδυναμωμένος και ως εκ τούτου δύσκολα θα αναπληρώσει τις απώλειες για το κυβερνών κόμμα. Το στοίχημα για τη Νέα Δημοκρατία δεν είναι παρά η βέλτιστη διαχείριση του αναπτυσσόμενου φόβου για τις επερχόμενες δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις. Αλλά στη διαχείριση του φόβου έχουμε ήδη αναφερθεί στο προηγούμενο άρθρο μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου