Κατ' αρχάς να (ξανα)-συστηθούμε. Το ζήτημα των εργαζομένων - ή "μαθητευομένων" αν προτιμάτε - υπό διάφορες, μη μόνιμες, εργασιακές σχέσεις στο δημόσιο τομέα καθώς και την εξαιρετικά σημαντική πολιτική του σημασία, την είχαμε επισημάνει από το Σεπτέμβριο του 2008, όταν έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα σημάδια "εκλογικής κόπωσης" της Νέας Δημοκρατίας. Αναφέραμε μάλιστα, απευθυνόμενοι στο κυβερνών κόμμα, τα εξής:
" Ορίστε ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για το ζήτημα του συνόλου των συμβασιούχων του Δημοσίου. Ανακοινώστε το ξεκάθαρα και δώστε εναλλακτικές λύσεις και επαρκή χρόνο σε εκείνους που πρόκειται να λύσουν τη σχέση εργασίας τους με το Δημόσιο. Δώστε τους κίνητρα και κατεύθυνση ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν σε άλλες θέσεις εργασίας. Προσφέρετε δωρεάν κατάρτιση στους πιο νέους και προσλάβετε τους πιο μεγάλους σε ηλικία. Οι συμβασιούχοι αποτελούν κρίσιμη εκλογική μάζα, ευμετάβλητη σε υποσχέσεις. Μην ξεχνάτε ότι το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε για είκοσι χρόνια διότι -μεταξύ άλλων - διοχέτευσε σε ολόκληρο το δημόσιο τομέα χιλιάδες οπαδών του. Δυστυχώς, αν δεν διαχειριστείτε το κρίσιμο αυτό ζήτημα δεν έχετε μεγάλες πιθανότητες επιτυχούς εκλογικής αναμέτρησης."
Και τα παραπάνω δεν ήταν η μόνη αναφορά μας σε αυτό το κρίσιμο, κοινωνικά αλλά και πολιτικά, θέμα. Όλα τα εργαλεία πολιτικής ανάλυσης που χρησιμοποιούμε κατατείνουν στην ανάδειξη του ζητήματος αυτού σε κορυφαίο θέμα της λεγόμενης "χαμηλής πολιτικής", γεγονός που από τη μεν -ηττηθείσα - Νέα Δημοκρατία αγνοήθηκε, ως προς την ορθή διαχείρισή του, από το δε ΠΑΣΟΚ επελέγη ως προμετωπίδα της ευρύτερης πρότασής του περί ανανέωσης.
Θα αναφερθούμε επιγραμματικά σε δύο πολύ σοβαρές, κατά τη γνώμη μας, παραμέτρους του θέματος:
Η υψηλή πολιτική ανάλυση έχει ενδιαφέρον. Εντούτοις, τα ζητήματα "χαμηλής πολιτικής" αθροιζόμενα σε ένα πολιτικό τοπίο πλήρες ερωτηματικών και αβεβαιοτήτων εμπεριέχουν σημαντικό δυναμικό, ικανό να προκαλέσει - ανεξέλεγκτα για τους ανυποψίαστους - ρήγματα σε αδύναμα επικοινωνιακά κελύφη. Αφήσαμε τελευταίο το ζήτημα της μεθοδολογίας του πολιτικού μάνατζμεντ που φαίνεται να υιοθετεί όλο και πιο ενεργά η Κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου.
Είναι σαφές ότι καλλιεργείται ένα ιδιαίτερο προφίλ διακυβέρνησης, όπου οι Υπουργοί και τα υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη εμπλέκονται σε βάθος όχι σε θέματα γενικής πολιτικής των τομέων τους αλλά σε θέματα που - σε άλλες χώρες ή άλλα μοντέλα διοίκησης - αφορούν εξειδικευμένους τεχνοκράτες. Είχαμε αναφερθεί στο "μικρο-μάνατζμεντ" και σε παλαιότερο άρθρο μας, αλλά η ένταση του φαινομένου μας προκαλεί το ενδιαφέρον εκ νέου. Πέραν των επικοινωνιακών "παγίδων" που κρύβονται σε αυτής της μορφής κυβερνητικής διαχείρισης, εκτιμούμε ότι αφορά και σε κάποιο βαθμό στην κατεύθυνση του πολιτικού μας συστήματος αλλά και στην ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών. Η συγκέντρωση στο ίδιο πρόσωπο της τεχνοκρατικής γνώσης και της πολιτικής άποψης δεν αποτελεί την ιδανική δημοκρατική συγκυρία, αφού την πολιτική επιλογή, η οποία υπόκειται στη λαϊκή αποδοχή ή απόρριψη, θα έρχεται να ενισχύει η τεχνοκρατική "καλή μαρτυρία" του επιστημονικού βιογραφικού μη επιδεχόμενης πολιτικής αμφισβήτησης. Οι ρόλοι του τεχνοκράτη από τον πολιτικό αυτονοήτως πρέπει να είναι διακριτοί. Το εντοπίσαμε στην περίπτωση της διαδικασίας επιλογής των Γενικών Γραμματέων, όπου η Κυβέρνηση επιχειρεί να αποκρύψει την -θεμιτή κατά τα άλλα- πολιτική επιλογή πίσω από "βαριά" βιογραφικά. Επίσης, παρακολουθήσαμε Υπουργούς να παίρνουν θέση σε επιχειρησιακά ζητήματα των Υπουργείων τους, προσπαθώντας να υποκαταστήσουν το τεχνοκρατικό ή άλλο έλλειμμα του τομέα που εποπτεύουν με τις δικές τους "καλές ιδέες" ή τη δική τους "προσωπική" άποψη, αντί να φροντίζουν να εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις εκείνες που θα προάγουν τον επαγγελματισμό των υπαλλήλων και την εξυπηρέτηση του πολίτη. Αναρωτιέμαι αν και στο θέμα των STAGE αναζητήθηκε η επιστημονική άποψη ειδικών "βιογραφικών"- εργατολόγων, κοινωνιολόγων, οικονομολόγων - πριν ληφθεί η συγκεκριμένη απόφαση, ή απλά υπήρξε σημείο κατάρρευσης του κυβερνητικού επικοινωνισμού και επιχειρήθηκε η επίδειξη "πολιτικού τσαμπουκά" από τους συνήθεις υπόπτους. Μόνο που ο πραγματικός "πολιτικός τσαμπουκάς" δεν αναδεικνύεται με τη θραύση των - ούτως ή άλλως - εύθραυστων "αυγών" αλλά με το σπάσιμο των ενίοτε "άθραυστων" αποστημάτων του κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού μας περιβάλλοντος.
" Ορίστε ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για το ζήτημα του συνόλου των συμβασιούχων του Δημοσίου. Ανακοινώστε το ξεκάθαρα και δώστε εναλλακτικές λύσεις και επαρκή χρόνο σε εκείνους που πρόκειται να λύσουν τη σχέση εργασίας τους με το Δημόσιο. Δώστε τους κίνητρα και κατεύθυνση ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν σε άλλες θέσεις εργασίας. Προσφέρετε δωρεάν κατάρτιση στους πιο νέους και προσλάβετε τους πιο μεγάλους σε ηλικία. Οι συμβασιούχοι αποτελούν κρίσιμη εκλογική μάζα, ευμετάβλητη σε υποσχέσεις. Μην ξεχνάτε ότι το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε για είκοσι χρόνια διότι -μεταξύ άλλων - διοχέτευσε σε ολόκληρο το δημόσιο τομέα χιλιάδες οπαδών του. Δυστυχώς, αν δεν διαχειριστείτε το κρίσιμο αυτό ζήτημα δεν έχετε μεγάλες πιθανότητες επιτυχούς εκλογικής αναμέτρησης."
Και τα παραπάνω δεν ήταν η μόνη αναφορά μας σε αυτό το κρίσιμο, κοινωνικά αλλά και πολιτικά, θέμα. Όλα τα εργαλεία πολιτικής ανάλυσης που χρησιμοποιούμε κατατείνουν στην ανάδειξη του ζητήματος αυτού σε κορυφαίο θέμα της λεγόμενης "χαμηλής πολιτικής", γεγονός που από τη μεν -ηττηθείσα - Νέα Δημοκρατία αγνοήθηκε, ως προς την ορθή διαχείρισή του, από το δε ΠΑΣΟΚ επελέγη ως προμετωπίδα της ευρύτερης πρότασής του περί ανανέωσης.
Θα αναφερθούμε επιγραμματικά σε δύο πολύ σοβαρές, κατά τη γνώμη μας, παραμέτρους του θέματος:
- Πρώτον, η επιλογή της Κυβέρνησης περί "συνολικής επίλυσης" του ζητήματος - δια της λύσεως των συγκεκριμένων εργασιακών σχέσεων - χωρίς προηγουμένως να υπάρχουν οι σχετικές πρόνοιες για τη σταδιακή και ομαλή αποδέσμευση χιλιάδων εργαζομένων, προσκρούει συγκριτικά στην ευρύτερη και διαπιστωμένη δυσπιστία των πολιτών σχετικά με την αξιοπιστία των κρατικών θεσμών και ειδικότερα στην παρούσα φάση, δυσπιστία προς την αξιοπιστία των κυβερνητικών εξαγγελιών και προθέσεων. Απλούστερα, εάν η Κυβέρνηση επιθυμούσε να επικοινωνήσει το μήνυμα της ανάταξης των θεσμών και της αξιοκρατίας εν προκειμένω, θα έπρεπε να έχει επιλέξει διαφορετική αφετηρία, εφόσον εξ' αντικειμένου οι εργαζόμενοι αποτελούν εσαεί τον "αδύναμο κρίκο" μιας αλυσίδας χρονιζόντων παρατυπιών και ως εκ τούτου "εύκολο στόχο". Αν ήθελε να "λαϊκίσει" κανείς θα μπορούσε να διατυπώσει την άποψη ότι είναι τουλάχιστον παράδοξο το πολιτικό μας σύστημα να είναι σε θέση να "τακτοποιεί" ή να αδιαφορεί για χιλιάδες ημιυπαίθριους ή αυθαίρετα κτίσματα ενώ να αδυνατεί να "τακτοποιήσει" χιλιάδες μη προνομιούχους συνανθρώπους μας, όχι κατ' ανάγκην αποκαθιστώντας τους δια διορισμού αλλά δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ομαλής τους εκ νέου ένταξης στην αγορά εργασίας. Οι περιπτώσεις είναι ανάλογες εφόσον τόσο στα αυθαίρετα κτίσματα όσο και στην "αυθαίρετη" εργασία/πορεία προς τη μονιμοποίηση καλύπτονται ανορθόδοξα βασικές ανάγκες (στέγασης ή εργασίας) με τη "σύμπραξη" κρατικών λειτουργών και πολιτών.
- Δεύτερον, η συγκεκριμένη κυβερνητική επιλογή ενέχει στοιχεία εσωκομματικών διεργασιών και καθίσταται αυτομάτως πολιτικά "ύποπτη": το πολιτικό κόστος "χρεώθηκε" στον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης - όχι ακραιφνή "Παπανδρεϊκό" σύμφωνα με παρελθούσες δηλώσεις του - ενώ το κενό που θα αφήσουν οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι εξ΄ανάγκης θα πρέπει να καλυφθεί και μάλιστα όχι με ρυθμούς - και με μισθούς! - διαδικασιών ΑΣΕΠ. Πως αποκωδικοποιούνται τα παραπάνω; Πολύ απλά ο Πρωθυπουργός είναι σε θέση να "ελιχθεί" μέσω ενός μελλοντικού ανασχηματισμού, αφού αποδειχθεί στην πράξη ότι το ζήτημα αποκτά δυσανάλογο πολιτικό κόστος και μάλιστα εντελώς ανώδυνα εφόσον θα έχει αποδείξει στην πράξη ότι είχε αναθέσει σημαντικά καθήκοντα σε πολιτικούς του εσωκομματικούς αντιπάλους, ενώ στη συνέχεια και υπό την ισχυρή πίεση των αδήριτων αναγκών του Δημοσίου, μπορεί να συνδιαλλαγεί με το κόμμα και την κοινωνία επαναφέροντας με άλλη μορφή την ίδια σχέση εργασίας αλλά υπό νέα κομματική "ομπρέλλα". Με δεδομένα τα πρόσφατα τεκταινόμενα στα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ, ο Πρωθυπουργός έχει περιθώρια να ικανοποιήσει τόσο το "Παπανδρεϊκό" νεο-ΠΑΣΟΚ όσο και το "βαθύ" κόμμα.
Είναι σαφές ότι καλλιεργείται ένα ιδιαίτερο προφίλ διακυβέρνησης, όπου οι Υπουργοί και τα υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη εμπλέκονται σε βάθος όχι σε θέματα γενικής πολιτικής των τομέων τους αλλά σε θέματα που - σε άλλες χώρες ή άλλα μοντέλα διοίκησης - αφορούν εξειδικευμένους τεχνοκράτες. Είχαμε αναφερθεί στο "μικρο-μάνατζμεντ" και σε παλαιότερο άρθρο μας, αλλά η ένταση του φαινομένου μας προκαλεί το ενδιαφέρον εκ νέου. Πέραν των επικοινωνιακών "παγίδων" που κρύβονται σε αυτής της μορφής κυβερνητικής διαχείρισης, εκτιμούμε ότι αφορά και σε κάποιο βαθμό στην κατεύθυνση του πολιτικού μας συστήματος αλλά και στην ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών. Η συγκέντρωση στο ίδιο πρόσωπο της τεχνοκρατικής γνώσης και της πολιτικής άποψης δεν αποτελεί την ιδανική δημοκρατική συγκυρία, αφού την πολιτική επιλογή, η οποία υπόκειται στη λαϊκή αποδοχή ή απόρριψη, θα έρχεται να ενισχύει η τεχνοκρατική "καλή μαρτυρία" του επιστημονικού βιογραφικού μη επιδεχόμενης πολιτικής αμφισβήτησης. Οι ρόλοι του τεχνοκράτη από τον πολιτικό αυτονοήτως πρέπει να είναι διακριτοί. Το εντοπίσαμε στην περίπτωση της διαδικασίας επιλογής των Γενικών Γραμματέων, όπου η Κυβέρνηση επιχειρεί να αποκρύψει την -θεμιτή κατά τα άλλα- πολιτική επιλογή πίσω από "βαριά" βιογραφικά. Επίσης, παρακολουθήσαμε Υπουργούς να παίρνουν θέση σε επιχειρησιακά ζητήματα των Υπουργείων τους, προσπαθώντας να υποκαταστήσουν το τεχνοκρατικό ή άλλο έλλειμμα του τομέα που εποπτεύουν με τις δικές τους "καλές ιδέες" ή τη δική τους "προσωπική" άποψη, αντί να φροντίζουν να εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις εκείνες που θα προάγουν τον επαγγελματισμό των υπαλλήλων και την εξυπηρέτηση του πολίτη. Αναρωτιέμαι αν και στο θέμα των STAGE αναζητήθηκε η επιστημονική άποψη ειδικών "βιογραφικών"- εργατολόγων, κοινωνιολόγων, οικονομολόγων - πριν ληφθεί η συγκεκριμένη απόφαση, ή απλά υπήρξε σημείο κατάρρευσης του κυβερνητικού επικοινωνισμού και επιχειρήθηκε η επίδειξη "πολιτικού τσαμπουκά" από τους συνήθεις υπόπτους. Μόνο που ο πραγματικός "πολιτικός τσαμπουκάς" δεν αναδεικνύεται με τη θραύση των - ούτως ή άλλως - εύθραυστων "αυγών" αλλά με το σπάσιμο των ενίοτε "άθραυστων" αποστημάτων του κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού μας περιβάλλοντος.