31 Μαρ 2008

Η Αρλούμπα (με το συμπάθειο!) Περί Διπολισμού και Η Αρχή του Κοπέρνικου!

Πολλές οι απόψεις και οι αναλύσεις που διατυπώνονται και γράφονται τον τελευταίο καιρό περί κατάρρευσης του λεγόμενου δικομματισμού και ανάδειξης ενός νέου συστήματος διαχείρισης της λαϊκής εντολής μέσα από κυβερνήσεις συνεργασίας στα πλαίσια μιας οιονεί διπολικής οργάνωσης του πολιτικού φάσματος. Τέτοιου είδους ζητήματα ανακύπτουν οποτεδήποτε τα δύο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα εμφανίζουν σημεία κόπωσης, ενώ ταυτόχρονα κάνουν αισθητή την παρουσία τους εναλλακτικές προτάσεις, όπως αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζοντας υψηλά ποσοστά στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις. Υπάρχει έδαφος συζήτησης σε αυτά τα σχήματα;
Αν εξετάσουμε την ελληνική πολιτική πραγματικότητα, στην καρδιά της εγχώριας πολιτικής αρένας δεν κρύβεται η ιδεολογική αντιπαράθεση. Κατά τεκμήριο, η προτίμηση των ψηφοφόρων δεν κατευθύνεται ούτε σε προγράμματα, ούτε σε διακηρύξεις, ούτε σε πλατφόρμες. Κύριο κριτήριο επιλογής του εκλογικού σώματος αποτελεί η ηγετική (ή και όχι τόσο ηγετική σε ορισμένες περιπτώσεις) προσωπικότητα του εκάστοτε αρχηγού του οιουδήποτε κόμματος. Επειδή αυτό το "κατά τεκμήριο" πιθανόν να ξένισε κάποιους εκ των αναγνωστών μας ας αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα:
- Η μέτρηση της "καταλληλότητας" των αρχηγών: Ελληνική ιδιαιτερότητα στις δημοσκοπήσεις, σημείο τριβής για τους πολιτικούς αναλυτές, αλλά έγκυρο επιστημονικό εργαλείο (με προβλεπτική ισχύ ως προς το αποτέλεσμα) για τα καθ' ημάς. Δεν θα είχε νόημα μια τέτοια μέτρηση αν το εκλογικό σώμα εμφορείτο από ιδεολογικού χαρακτήρα προσεγγίσεις.
- Αυτό καθεαυτό το πολιτικό μας σύστημα που καθιστά θεσμικά τον Πρωθυπουργό -τον αρχηγό του κόμματος της πλειοψηφίας-κυρίαρχο από κάθε άποψη και κεντρικό πρόσωπο της δημόσιας ζωής.
- Η θεαματική μεταβολή των εκλογικών ποσοστών των κομμάτων με την αλλαγή αρχηγού, χωρίς να μεταβάλλουν ούτε κατά κεραία το πρόγραμμα και την ιδεολογία τους.
Συμπερασματικά, στην ουσία του δικομματισμού δεν έχουμε παρά την αντιπαράθεση δύο προσωπικοτήτων. Δεν διαπιστώνουμε, από κανένα δεδομένο, τη μεταβολή αυτού του κεντρικού χαρακτηριστικού. Αντίθετα, ενισχύεται με νέα στοιχεία η κατάσταση αυτή και ας δούμε ορισμένα από αυτά:
- Η αναμφισβήτητη διασύνδεση της εκλογικής φθοράς του ΠΑΣΟΚ με την αντίστοιχη -επί του παρόντος τουλάχιστον-αμφισβήτηση της παρουσίας του κ. Παπανδρέου στην ηγεσία του κινήματος.
- Η διάσταση μεταξύ της εκλογικής δύναμης της Νέας Δημοκρατίας και της δημοφιλίας του κ. Καραμανλή.
- Η εκτόξευση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ με την ανάδειξη του κ.Τσίπρα στην ηγεσία του.

Η λίστα δεν τελειώνει εδώ. Εν κατακλείδι, ο μετασχηματισμός του πολιτικού συστήματος του δικομματισμού προς ένα διπολικό σχήμα απαιτεί την ανάδειξη ηγετών οι οποίοι θα διαθέτουν την ικανότητα της σύνθεσης πολυκομματικών κυβερνητικών σχημάτων. Και ενώ ο χώρος της κεντροδεξιάς θα μπορούσε -πάντοτε σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις - να υπαχθεί υπό τον κ. Καραμανλή, αντίθετα στον χώρο της κεντροαριστεράς το κύριο χαρακτηριστικό είναι μάλλον η πολυπολικότητα, όπως αυτή εκφράζεται τόσο στην κοινοβουλευτική δύναμη όσο και στις ηγεσίες αλλά και στα εκλογικά ποσοστά.
Ας προχωρήσουμε την ανάλυσή μας και στην διαλεύκανση του ζητήματος της απόδοσης υψηλών ποσοστών που απολαμβάνει κατά τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις η "ιδέα" περί "κυβερνήσεων συνεργασίας". Εδώ, με βάση και την παραπάνω ανάλυση, έχουμε να κάνουμε με το εξής -φαινομενικά- παράδοξο: Το ίδιο στατιστικό δείγμα που εκφράζει την κομματική του προτίμηση αποδίδοντας συγκεκριμένα και διακριτά ποσοστά στα κόμματα, είναι το ίδιο που εκφράζει - με ακόμη μεγαλύτερη ισχύ- την προτίμησή του σε πρόσωπα ενώ είναι το ίδιο που "ονειρεύεται"-κατά τους αναλυτές-την εκλογική "κατάρρευση" όλων των παραπάνω και ενδίδει στην έννοια της "συνεργασίας". Η παραδοξότητα αίρεται όταν ανατρέξουμε στην ερώτηση. Είναι γνωστό στους δημοσκόπους πως όταν ερωτηθεί το εκλογικό σώμα για έννοιες με θετικό περιεχόμενο όπως "ενότητα", "μεταρρύθμιση", "πρόοδος", "συνεργασία" κλπ η απάντηση που θα ληφθεί θα είναι κατά μεγάλη πλειοψηφία ομοίως θετική. Σε αυτό ακριβώς το φαινόμενο εδράζεται και η τρέχουσα παραφιλολογία περί κατάρρευσης του δικομματισμού και η παρεπόμενη "διπολική" θεωρία.
Χωρίς την ανάδειξη κοινά αποδεκτού ηγέτη στην κεντροαριστερά δεν συγκροτείται αντίπαλον δέος για τον κ. Καραμανλή. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν δύο άλλες παράμετροι της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας:
- Η έντονη ρευστότητα του εκλογικού σώματος που κινείται στο χώρο μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.
- Το ζητούμενο της κομματικής στέγης των κεντρώων ψηφοφόρων.

Σχετικά με το πρώτο θέμα, αυτό της ταχείας και μαζικής μετακίνησης ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ προς το ΣΥΡΙΖΑ και η ακόλουθη εκτόξευση των εκλογικών ποσοστών ενός κόμματος που υπό άλλες συνθήκες πάσχιζε να εισέλθει στο Κοινοβούλιο, θεωρούμε ότι καταδεικνύει στην πράξη την έλλειψη εμπιστοσύνης στην ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εμπιστοσύνη ως προς την πρόθεσή του να ενεργοποιήσει και πάλι το κίνημα προς μια πιο προοδευτική κατέυθυνση. Ο κ. Παπανδρέου δεν κατάφερε μέχρι στιγμής να εμπνεύσει αυτή την εμπιστοσύνη σε μια ευαίσθητη και εξαιρετικά ρευστή ομάδα: εκείνη των κεντροαριστερών του ψηφοφόρων. Δεν είναι δύσκολο για τον ίδιο να την διεκδικήσει και πάλι. Έχουμε σημειώσει κατ' επανάληψη τους λόγους. Η πολιτική του παράδοση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτό το χώρο. Το πρόβλημα του κ. Παπανδρέου είναι το δεύτερο ζήτημα: οι κεντρώοι ψηφοφόροι του. Εκείνοι που μετά την αποχώρηση του κ. Σημίτη από την ηγεσία, την προσδοκία ανάδειξης του κ. Βενιζέλου και στη συνέχεια την παραμονή του κ. Παπανδρέου στην θέση του αρχηγού αναμένουν με αγωνία τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ προκειμένου να αποκρυσταλλωθεί το πολιτικό του στίγμα. Αυτή είναι η ουσιαστική διάσπαση του ΠΑΣΟΚ η οποία εκφράζεται και στην κρίση ηγεσίας του. Η αντιπαράθεση Παπανδρέου-Βενιζέλου δεν είναι παρά απότοκη αυτής της εσωτερικής διεργασίας στην κομματική του βάση. Αυτός είναι και ο λόγος που ακόμη η διάσταση δεν έχει ολοκληρωθεί σε διάσπαση: όλοι αναμένουν τον κ. Παπανδρέου να αποσαφηνίσει τον προσανατολισμό του. Κίνηση προς τα αριστερά: κέρδος από την εκλογική δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ, ζημία από την διεκδίκηση κεντρώου σώματος από τη Νέα Δημοκρατία. Ανάκτηση του κεντρώου χώρου, ζημία από την πιο στενή σχέση των αριστερών ψηφοφόρων του με το ΣΥΡΙΖΑ.
Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε αυτήν την κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ πιο πριν. Η απάντηση είναι απλή και κινείται απειλητικά προς όλους τους πολιτικούς χώρους: Ο μεσαίος χώρος, η διακομματική κοινωνική ομάδα με κοινά οικονομικά χαρακτηριστικά και με ροπή προς τη σταθερότητα, αποδομείται. Το φάσμα της οικονομικής ένδειας αδειάζει από το περιεχόμενό του το μεσαίο χώρο, ο οποίος στήριξε την κυβέρνηση Σημίτη και στη συνέχεια πάνω του στηρίχθηκε η ανάδειξη της κυβέρνησης Καραμανλή. Η ενότητα του πολυτασικού ΠΑΣΟΚ διερράγη όταν το νήμα της οικονομικής ευστάθειας, ως ζητούμενου, από τις ομάδες των ψηφοφόρων του κόπηκε. Τα αποτελέσματα είναι ορατά στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η Κυβέρνηση από την άλλη, προσπαθεί να διατηρήσει στοιχειώδη ετοιμότητα για τη διεκδίκηση -εφόσον απαιτηθεί- μέρους του κεντρώου ρεύματος του ΠΑΣΟΚ, δια της αναλήψεως από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό της επικοινωνιακής πολιτικής της. Ο ίδιος ανέλαβε να προωθήσει ζητήματα όπως το ασφαλιστικό, το Σκοπιανό κλπ προκειμένου, στο τακτικό πεδίο μεν να ανατάξει την αρνητική εικόνα -λόγω σκανδάλων- της κυβέρνησής του, στο στρατηγικό πεδίο δε να διαθέτει σε ετοιμότητα ένα πολιτικό βιογραφικό - με συγκρούσεις έναντι "προνομιούχων" - ώστε να είναι σε θέση σε ευθετότερο χρόνο να διεκδικήσει μερίδιο του ΠΑΣΟΚικού κέντρου.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι και στους δύο κεντρικούς πολιτικούς χώρους, η ατζέντα δεν έχει περάσει σε άλλα χέρια παρά σε εκείνα των δύο πολιτικών αρχηγών των δύο κομμάτων εξουσίας. Εκ των πραγμάτων, δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα εκείνο το δυναμικό που θα επιτρέψει την ουσιαστική παρουσία ενός τρίτου πόλου ικανού να παίξει ρυθμιστικό ρόλο στα πολιτικά μας τεκταινόμενα. Σύμφωνα λοιπόν με την Αρχή του Κοπέρνικου δεν βρισκόμαστε σε κάποιο ιδιαίτερο ή προνομιακό σημείο του πολιτικού χρόνου και ως εκ τούτου οι μεταβολές που θα παρατηρήσουμε δε θα είναι δα και τόσο θεαματικές!





Technorati Tags: , , , ,

26 Μαρ 2008

Γιατί η Κυβέρνηση Πρέπει να Δεχτεί την Πρόταση για Δημοψήφισμα

Αντίθετα με την κρατούσα "ορθόδοξη" άποψη που θέλει την εκάστοτε Κυβέρνηση να αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά την οιανδήποτε πρόταση που προέρχεται από αντιπολιτευόμενο κοινοβουλευτικό κόμμα και επίσης αντίθετα με τη γενική θέση του ιστολογίου μας, να σχολιάζουμε τα γεγονότα και όχι να προτείνουμε, θα προχωρήσουμε στην ανάλυση των θετικών σημείων που κατά την άποψή μας υπάρχουν στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και συνηγορούν στην υιοθέτηση από την πλευρά της Κυβέρνησης της πρότασης περί διεξαγωγής δημοψηφίσματος για το ασφαλιστικό.
Να διευκρινίσουμε ότι την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο, ήδη διεξάγεται συζήτηση στη Βουλή, επί της πρότασης δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης, που κατέθεσε το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Αρχικά θα επαναλάβουμε το γενικό σκεπτικό του σεναρίου που έχουμε καταγράψει από καιρό σε άρθρα μας σχετικά με τον επικοινωνιακό σχεδιασμό του Κυβερνητικού επικοινωνιακού επιτελείου. Η Κυβέρνηση, όντας υπό το επικοινωνιακό φορτίο μιας αρνητικής συγκυρίας (υπόθεση DVD, υπόθεση Μαγγίνα, απόηχος λοιπών σκανδάλων ομολόγων κλπ) κινδύνευε να διολισθήσει σε μια κατάσταση ταύτισης -ως πολιτική εικόνα-με αρνητικές εικόνες με θεματολογία μη πολιτική. Επίσης το ισχυρό πολιτικό κεφάλαιο της πρωθυπουργικής εικόνας αναλωνόταν στη διάσωση του επικοινωνιακού προφίλ του κόμματος της ΝΔ (φορέα της λαϊκής εντολής) και συχνάκις στη διάσωση-δια της αποπομπής-επικοινωνιακά αδύναμων κρίκων. Εν ολίγοις, κινδύνευε να ολοκληρώσει τον πολιτικό της χρόνο μέχρι τις εκλογές χωρίς να έχει εγγράψει ούτε στο κομματικό αλλά ούτε και στο πρωθυπουργικό portfolio θετικά σημεία πολιτικού χαρακτήρα, πολλώ δε μάλλον υπό τον τίτλο "μεταρρυθμίσεις". Δεν θα είχε στη διάθεσή της ζητήματα, ούτε καν αμφιλεγόμενα, επί των οποίων θα ηδύνατο να διαλεχθεί με το εκλογικό σώμα και να αναπτύξει σοβαρή προεκλογική εκστρατεία. Το ζήτημα του ασφαλιστικού προσφέρεται για εμπλοκή στο δημόσιο διάλογο και κατ΄επέκτασιν στην πολιτική ατζέντα, όλων των παραγόντων του πολιτικού σκηνικού αλλά και των ευρύτερων κοινωνικών φορέων. Η πολιτική της κυβέρνησης στο ασφαλιστικό-ασχέτως αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με αυτήν-φθάνει σε κάθε πολίτη, ενεργό ή μη, και τον καλεί να πάρει θέση στο δίλημμα που η Κυβέρνηση θέτει. Πρωτοβουλία κινήσεων σε πολιτικά ζητήματα-κι όχι σε "σκανδαλοειδή"-και μάλιστα σε εκείνα που επέχουν κεντρική θέση και στην κοινωνία είναι το επικοινωνιακά επιδιωκόμενο κάθε Κυβέρνησης.
Πως βοηθά το Δημοψήφισμα; Κατ' αρχήν η μοναδικότητα του εγχειρήματος της ενδεχόμενης αποδοχής του από την Κυβέρνηση αυτομάτως την καθιστά -ως επικοινωνιακή οντότητα- εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ελκυστική. Υπογραμμίζει τη νεωτερικότητά της και καταδεικνύει στην πράξη την αποκοπή της από "κουρασμένο" ή "δεινοσαυρικό" παρελθόν. Όλο αυτό το θετικό κλίμα μπορεί να επενδυθεί στο Κυβερνητικό σχήμα πολιτικά "ανέξοδα" ήτοι χωρίς να τίθεται υπό τη λαϊκή βούληση αυτή καθεαυτή η εντολή διακυβέρνησης της χώρας. Δεν κινδυνεύει να χάσει την εξουσία. Αντίθετα έχει σοβαρή πιθανότητα να αναβαπτισθεί και να ανανεώσει τρόπον τινά την εντολή που διαθέτει.
Εύλογο είναι το ερώτημα που προκύπτει: τι μέλλει γενέσθαι στην περίπτωση που η λαϊκή ετυμηγορία απορρίψει την πρόταση της Κυβέρνησης στο ασφαλιστικό; Τότε έχει όλη τη δυνατότητα να προχωρήσει σε ευρύτερο διάλογο, να ευαισθητοποιήσει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα για την ιδέα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης (προσοχή: όχι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αλλά την ανάγκη για μεταρρύθμιση) , να αναδειχθεί ως η πολιτική δύναμη που σε ενεργό διάλογο με το εκλογικό σώμα προσπαθεί να επιλύσει σημαντικά κοινωνικά ζητήματα. Με αυτή τη μεθοδολογία είναι σε θέση όχι μόνο να ακυρώσει το επιχείρημα περί "κυβερνητικής αλαζονείας" αλλά να διαμορφώσει καινούριους όρους στα πολιτικά μας τεκταινόμενα, εφόσον το Δημοψήφισμα ως έννοια είναι μάλλον άγνωστη στα καθ' ημάς. Η ανάληψη της πρωτοβουλίας είναι μάλλον υπέρ εκείνου που την αναλαμβάνει, αφού εκείνος διαμορφώνει και δεσμεύει τις εξελίξεις. Επιπλέον, η υιοθέτηση της πρότασης περί Δημοψηφίσματος έχει σοβαρή πιθανότητα να αναδείξει εγγενείς αδυναμίες άρθρωσης συντεταγμένου πολιτικού λόγου από πλευράς αντιπολίτευσης, σε στρατηγικό επίπεδο: με απλά λόγια είναι πιθανό να οδηγήσει σε κοινή τοποθέτηση το ΣΥΡΙΖΑ με το ΛΑΟΣ! Ύψιστο αμάρτημα κατά του καθαρού αριστερού λόγου! Αντίθετα εισάγει στοιχεία "εκσυγχρονισμού" στο κυβερνητικό στρατόπεδο χωρίς να το οδηγεί αναγκαστικά σε λύσεις τύπου "Τσίπρα" σε κανένα επίπεδο. Αντίθετα θα το καταδείξει ικανό να διαχειριστεί με νέους όρους τις σύγχρονες απαιτήσεις της κοινωνίας των πολιτών.
Να προσθέσουμε και άλλες δύο σημαντικές παραμέτρους: Αν στην πολιτική μας γεωγραφία το "ΟΧΙ" εδράζεται μάλλον στον πολυδιασπασμένο χώρο της κεντροαριστεράς, με το ΠΑΣΟΚ να ευρίσκεται σε μια όχι από τις καλύτερες περιόδους του ανταγωνιζόμενο τον εαυτό του και τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το ενδεχόμενο "ΝΑΙ" απαντάται στον σχεδόν συμπαγή χώρο της κεντροδεξιάς όπου το κόμμα της ΝΔ διανύει μια περίοδο "παχέων αγελάδων" τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στα δημοσκοπικά δεδομένα. Η δεύτερη σημαντική παράμετρος είναι η υψηλή αποδοχή που χαρακτηρίζει τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Η προβολή της ανάγκης για μεταρρύθμιση μέσα από ένα ισχυρό επικοινωνιακό προφίλ, όπως αυτό του κ. Καραμανλή, ενισχύει σημαντικά τις πιθανότητες επιτυχίας και δικαίωσης μιας τέτοιας επιλογής.
Οι εξελίξεις αναμένονται με ενδιαφέρον!


Technorati Tags: , , , , , , ,

17 Μαρ 2008

Η Πολιτική των "Δεν"!

Αναμενόμενη η κοινωνική ένταση ως μοναδική λογική επικοινωνιακή επιλογή της Κυβέρνησης. Ήδη από τις 6 Φεβρουαρίου είχαμε προσδιορίσει τις εξελίξεις -όπως μπορεί κανείς να δει στο προηγούμενο άρθρο μας περί "κοινωνικής μηχανικής"- και τώρα θα επικεντρωθούμε σε μια αποτίμηση της παρούσας κατάστασης του πολιτικού σκηνικού, εφόσον σειρά πρόσφατων γεγονότων μας επιτρέπει να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον.
Η πολιτική των "δεν" εγκαινιάστηκε από τον Πρωθυπουργό. Τα περίφημα "τρία δεν" του κ. Καραμανλή, διατυπωθέντα ως άλλος χρησμός μαντείου, αποτέλεσε την επιτομή του ασφαλιστικού νομοσχεδίου και προωθήθηκε ως επικοινωνιακό εύρημα. Ομοίως- και στη γραμμή που χάραξε ο αρχηγός της ΝΔ-ο κ. Παπανδρέου, στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, αντιπαρέθεσε ένα τεράστιο "δεν" προς τα στελέχη του κόμματός του τα οποία εποφθαλμιούσαν καίριες θέσεις στο μετα-συνεδριακό σύστημα λήψης αποφάσεων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στη συνέχεια ο κ. Τσίπρας στη συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ απάντησε με ένα "δεν" στην πρόταση του κ. Παπανδρέου σχετικά με την πολυσυζητημένη συνεργασία τους. Το ΚΚΕ λείπει από την εικόνα, αλλά το κόμμα της παραδοσιακής αριστεράς μάλλον πλανάται από ιδρύσεως στον αστερισμό της άρνησης.
Η τρέχουσα πολιτική ορολογία στη χώρα μας λοιπόν αυτοπροσδιορίζεται αρνητικά, ορίζει τι δεν πρόκειται να πράξει, αφήνοντας στο περιθώριο το θετικό ορισμό της πολιτικής: το δέον. Τι πρέπει να πράξει ή τι θέλουν οι πολιτικοί μας να πράξουν συγκροτώντας την όποια πρόταση εξουσίας τους. Στοιχείο παθογένειας της πολιτικής ο αρνητικός αφορισμός των πραγμάτων, αφήνει χώρο ελιγμών στον πολιτικό που θα επιλέξει να επιχειρηματολογήσει δια της πλαγίου, αποσιωπώντας τις πραγματικές του προθέσεις, εάν υπάρχουν τέτοιες.
Η πολιτική των "δεν" από την πλευρά της Κυβέρνησης καταδεικνύει την ένδεια προτάσεων που ωθείται όμως -οποία αντίφαση!- από την αδήριτη ανάγκη παραγωγής έστω και υποτυπώδους έργου. Η ΝΔ απουσίαζε επί μακρόν, όντας στην αξιωματική αντιπολίτευση, από την εξουσία γεγονός που διατήρησε κενό το ιστορικό φορτίο της ΝΔ. Ο χρόνος της εξουσίας σταμάτησε γι' αυτήν όταν απώλεσε τη σχετική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Οι εγγραφές στην συλλογική μνήμη του κόμματος, ειδικά για τη γενιά του κ. Καραμανλή και των συνομήλικων συνεργατών του, ήταν ανύπαρκτες. Σταδιακά μορφοποιεί ένα πολιτικό στίγμα, οριοθετώντας το μέσω συγκρούσεων με ποικίλους κοινωνικούς εταίρους, τους παραδοσιακούς αρνητές της εκάστοτε προσπάθειας περιορισμού της επιρροής των τελευταίων στο σύστημα εξουσίας. Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Είναι ο αγώνας επικράτησης μεταξύ δύο αντιπάλων, όπου ο ένας διψά για ενίσχυση του πολιτικού του κεφαλαίου -ο κ. Καραμανλής στην περίπτωσή μας- ενώ ο άλλος - το συνδικαλιστικό σύστημα-προσπαθεί να διατηρήσει την παραδοσιακή ισχύ του στο ελληνικό σύστημα εξουσίας.
Η ΝΔ δεν θα ήταν δυνατόν να προχωρήσει με επιτυχία στην επόμενη εκλογική αντιπαράθεση χωρίς να έχει καταγράψει στο ενεργητικό της τουλάχιστον μια νικηφόρα έξοδο από μια ισχυρή κοινωνική σύγκρουση σε επίπεδο ισχύος. Πρόγευση αυτής της πρόθεσης πήραμε από τις κινητοποιήσεις για την Παιδεία. Δεν επαρκεί και για τις επόμενες εκλογές. Για να γίνει πλέον κατανοητό το ζήτημα, απλά φανταστείτε την κατάσταση όπου το κυβερνών κόμμα δεν συναντούσε καμία αντίθεση στο νομοθετικό του έργο. Οι περίφημες μεταρρυθμίσεις θα περνούσαν στα "ψιλά" των ΜΜΕ, ενώ αντίθετα τα μείζονα θέματα αντιπαράθεσης θα περιοριζόντουσαν στο "σκάνδαλο Ζαχόπουλου", στα "ομόλογα" και σε άλλα ζητήματα "χαμηλής πολιτικής". Ομοίως κ. Καραμανλής θα έμενε στην Ιστορία ως ο Πρωθυπουργός της απόλυτης απουσίας έργου. Τώρα, έχει θέσει διλήμματα στην κοινωνία, έχει πάρει θέση γι' αυτά και προκαλεί όσους έχουν αντίθετη άποψη να τοποθετηθούν ενεργά. Παρατηρούμε ότι στην προσπάθεια διατήρησης των κεκτημένων τους, οι εκ συνδικαλιστικού καθήκοντος κοινωνικοί εταίροι τροφοδοτούν αφειδώς το πολιτικό βιογραφικό του Πρωθυπουργού με νέες σελίδες. Κι όλα αυτά χωρίς καμία κυβερνητική προσπάθεια για ουσιαστική παραγωγή έργου. Τα "δεν" του κ. Καραμανλή ουσιαστικά μας είπαν ότι δεν θα μας κάνουν φτωχότερους. Αυτή είναι η προσφορά της. Επικοινωνιακά ακούγεται όμορφα. Η αποστολή μιας Κυβέρνησης ουσιαστικού έργου όμως είναι να παρέχει το πλαίσιο ώστε η ζωή των πολιτών να τείνει προς την ευημερία, όχι προς τη στασιμότητα.