Πολλές οι απόψεις και οι αναλύσεις που διατυπώνονται και γράφονται τον τελευταίο καιρό περί κατάρρευσης του λεγόμενου δικομματισμού και ανάδειξης ενός νέου συστήματος διαχείρισης της λαϊκής εντολής μέσα από κυβερνήσεις συνεργασίας στα πλαίσια μιας οιονεί διπολικής οργάνωσης του πολιτικού φάσματος. Τέτοιου είδους ζητήματα ανακύπτουν οποτεδήποτε τα δύο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα εμφανίζουν σημεία κόπωσης, ενώ ταυτόχρονα κάνουν αισθητή την παρουσία τους εναλλακτικές προτάσεις, όπως αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζοντας υψηλά ποσοστά στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις. Υπάρχει έδαφος συζήτησης σε αυτά τα σχήματα;
Αν εξετάσουμε την ελληνική πολιτική πραγματικότητα, στην καρδιά της εγχώριας πολιτικής αρένας δεν κρύβεται η ιδεολογική αντιπαράθεση. Κατά τεκμήριο, η προτίμηση των ψηφοφόρων δεν κατευθύνεται ούτε σε προγράμματα, ούτε σε διακηρύξεις, ούτε σε πλατφόρμες. Κύριο κριτήριο επιλογής του εκλογικού σώματος αποτελεί η ηγετική (ή και όχι τόσο ηγετική σε ορισμένες περιπτώσεις) προσωπικότητα του εκάστοτε αρχηγού του οιουδήποτε κόμματος. Επειδή αυτό το "κατά τεκμήριο" πιθανόν να ξένισε κάποιους εκ των αναγνωστών μας ας αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα:
- Η μέτρηση της "καταλληλότητας" των αρχηγών: Ελληνική ιδιαιτερότητα στις δημοσκοπήσεις, σημείο τριβής για τους πολιτικούς αναλυτές, αλλά έγκυρο επιστημονικό εργαλείο (με προβλεπτική ισχύ ως προς το αποτέλεσμα) για τα καθ' ημάς. Δεν θα είχε νόημα μια τέτοια μέτρηση αν το εκλογικό σώμα εμφορείτο από ιδεολογικού χαρακτήρα προσεγγίσεις.
- Αυτό καθεαυτό το πολιτικό μας σύστημα που καθιστά θεσμικά τον Πρωθυπουργό -τον αρχηγό του κόμματος της πλειοψηφίας-κυρίαρχο από κάθε άποψη και κεντρικό πρόσωπο της δημόσιας ζωής.
- Η θεαματική μεταβολή των εκλογικών ποσοστών των κομμάτων με την αλλαγή αρχηγού, χωρίς να μεταβάλλουν ούτε κατά κεραία το πρόγραμμα και την ιδεολογία τους.
Συμπερασματικά, στην ουσία του δικομματισμού δεν έχουμε παρά την αντιπαράθεση δύο προσωπικοτήτων. Δεν διαπιστώνουμε, από κανένα δεδομένο, τη μεταβολή αυτού του κεντρικού χαρακτηριστικού. Αντίθετα, ενισχύεται με νέα στοιχεία η κατάσταση αυτή και ας δούμε ορισμένα από αυτά:
- Η αναμφισβήτητη διασύνδεση της εκλογικής φθοράς του ΠΑΣΟΚ με την αντίστοιχη -επί του παρόντος τουλάχιστον-αμφισβήτηση της παρουσίας του κ. Παπανδρέου στην ηγεσία του κινήματος.
- Η διάσταση μεταξύ της εκλογικής δύναμης της Νέας Δημοκρατίας και της δημοφιλίας του κ. Καραμανλή.
- Η εκτόξευση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ με την ανάδειξη του κ.Τσίπρα στην ηγεσία του.
Η λίστα δεν τελειώνει εδώ. Εν κατακλείδι, ο μετασχηματισμός του πολιτικού συστήματος του δικομματισμού προς ένα διπολικό σχήμα απαιτεί την ανάδειξη ηγετών οι οποίοι θα διαθέτουν την ικανότητα της σύνθεσης πολυκομματικών κυβερνητικών σχημάτων. Και ενώ ο χώρος της κεντροδεξιάς θα μπορούσε -πάντοτε σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις - να υπαχθεί υπό τον κ. Καραμανλή, αντίθετα στον χώρο της κεντροαριστεράς το κύριο χαρακτηριστικό είναι μάλλον η πολυπολικότητα, όπως αυτή εκφράζεται τόσο στην κοινοβουλευτική δύναμη όσο και στις ηγεσίες αλλά και στα εκλογικά ποσοστά.
Ας προχωρήσουμε την ανάλυσή μας και στην διαλεύκανση του ζητήματος της απόδοσης υψηλών ποσοστών που απολαμβάνει κατά τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις η "ιδέα" περί "κυβερνήσεων συνεργασίας". Εδώ, με βάση και την παραπάνω ανάλυση, έχουμε να κάνουμε με το εξής -φαινομενικά- παράδοξο: Το ίδιο στατιστικό δείγμα που εκφράζει την κομματική του προτίμηση αποδίδοντας συγκεκριμένα και διακριτά ποσοστά στα κόμματα, είναι το ίδιο που εκφράζει - με ακόμη μεγαλύτερη ισχύ- την προτίμησή του σε πρόσωπα ενώ είναι το ίδιο που "ονειρεύεται"-κατά τους αναλυτές-την εκλογική "κατάρρευση" όλων των παραπάνω και ενδίδει στην έννοια της "συνεργασίας". Η παραδοξότητα αίρεται όταν ανατρέξουμε στην ερώτηση. Είναι γνωστό στους δημοσκόπους πως όταν ερωτηθεί το εκλογικό σώμα για έννοιες με θετικό περιεχόμενο όπως "ενότητα", "μεταρρύθμιση", "πρόοδος", "συνεργασία" κλπ η απάντηση που θα ληφθεί θα είναι κατά μεγάλη πλειοψηφία ομοίως θετική. Σε αυτό ακριβώς το φαινόμενο εδράζεται και η τρέχουσα παραφιλολογία περί κατάρρευσης του δικομματισμού και η παρεπόμενη "διπολική" θεωρία.
Χωρίς την ανάδειξη κοινά αποδεκτού ηγέτη στην κεντροαριστερά δεν συγκροτείται αντίπαλον δέος για τον κ. Καραμανλή. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν δύο άλλες παράμετροι της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας:
- Η έντονη ρευστότητα του εκλογικού σώματος που κινείται στο χώρο μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.
- Το ζητούμενο της κομματικής στέγης των κεντρώων ψηφοφόρων.
Σχετικά με το πρώτο θέμα, αυτό της ταχείας και μαζικής μετακίνησης ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ προς το ΣΥΡΙΖΑ και η ακόλουθη εκτόξευση των εκλογικών ποσοστών ενός κόμματος που υπό άλλες συνθήκες πάσχιζε να εισέλθει στο Κοινοβούλιο, θεωρούμε ότι καταδεικνύει στην πράξη την έλλειψη εμπιστοσύνης στην ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εμπιστοσύνη ως προς την πρόθεσή του να ενεργοποιήσει και πάλι το κίνημα προς μια πιο προοδευτική κατέυθυνση. Ο κ. Παπανδρέου δεν κατάφερε μέχρι στιγμής να εμπνεύσει αυτή την εμπιστοσύνη σε μια ευαίσθητη και εξαιρετικά ρευστή ομάδα: εκείνη των κεντροαριστερών του ψηφοφόρων. Δεν είναι δύσκολο για τον ίδιο να την διεκδικήσει και πάλι. Έχουμε σημειώσει κατ' επανάληψη τους λόγους. Η πολιτική του παράδοση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτό το χώρο. Το πρόβλημα του κ. Παπανδρέου είναι το δεύτερο ζήτημα: οι κεντρώοι ψηφοφόροι του. Εκείνοι που μετά την αποχώρηση του κ. Σημίτη από την ηγεσία, την προσδοκία ανάδειξης του κ. Βενιζέλου και στη συνέχεια την παραμονή του κ. Παπανδρέου στην θέση του αρχηγού αναμένουν με αγωνία τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ προκειμένου να αποκρυσταλλωθεί το πολιτικό του στίγμα. Αυτή είναι η ουσιαστική διάσπαση του ΠΑΣΟΚ η οποία εκφράζεται και στην κρίση ηγεσίας του. Η αντιπαράθεση Παπανδρέου-Βενιζέλου δεν είναι παρά απότοκη αυτής της εσωτερικής διεργασίας στην κομματική του βάση. Αυτός είναι και ο λόγος που ακόμη η διάσταση δεν έχει ολοκληρωθεί σε διάσπαση: όλοι αναμένουν τον κ. Παπανδρέου να αποσαφηνίσει τον προσανατολισμό του. Κίνηση προς τα αριστερά: κέρδος από την εκλογική δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ, ζημία από την διεκδίκηση κεντρώου σώματος από τη Νέα Δημοκρατία. Ανάκτηση του κεντρώου χώρου, ζημία από την πιο στενή σχέση των αριστερών ψηφοφόρων του με το ΣΥΡΙΖΑ.
Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε αυτήν την κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ πιο πριν. Η απάντηση είναι απλή και κινείται απειλητικά προς όλους τους πολιτικούς χώρους: Ο μεσαίος χώρος, η διακομματική κοινωνική ομάδα με κοινά οικονομικά χαρακτηριστικά και με ροπή προς τη σταθερότητα, αποδομείται. Το φάσμα της οικονομικής ένδειας αδειάζει από το περιεχόμενό του το μεσαίο χώρο, ο οποίος στήριξε την κυβέρνηση Σημίτη και στη συνέχεια πάνω του στηρίχθηκε η ανάδειξη της κυβέρνησης Καραμανλή. Η ενότητα του πολυτασικού ΠΑΣΟΚ διερράγη όταν το νήμα της οικονομικής ευστάθειας, ως ζητούμενου, από τις ομάδες των ψηφοφόρων του κόπηκε. Τα αποτελέσματα είναι ορατά στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η Κυβέρνηση από την άλλη, προσπαθεί να διατηρήσει στοιχειώδη ετοιμότητα για τη διεκδίκηση -εφόσον απαιτηθεί- μέρους του κεντρώου ρεύματος του ΠΑΣΟΚ, δια της αναλήψεως από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό της επικοινωνιακής πολιτικής της. Ο ίδιος ανέλαβε να προωθήσει ζητήματα όπως το ασφαλιστικό, το Σκοπιανό κλπ προκειμένου, στο τακτικό πεδίο μεν να ανατάξει την αρνητική εικόνα -λόγω σκανδάλων- της κυβέρνησής του, στο στρατηγικό πεδίο δε να διαθέτει σε ετοιμότητα ένα πολιτικό βιογραφικό - με συγκρούσεις έναντι "προνομιούχων" - ώστε να είναι σε θέση σε ευθετότερο χρόνο να διεκδικήσει μερίδιο του ΠΑΣΟΚικού κέντρου.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι και στους δύο κεντρικούς πολιτικούς χώρους, η ατζέντα δεν έχει περάσει σε άλλα χέρια παρά σε εκείνα των δύο πολιτικών αρχηγών των δύο κομμάτων εξουσίας. Εκ των πραγμάτων, δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα εκείνο το δυναμικό που θα επιτρέψει την ουσιαστική παρουσία ενός τρίτου πόλου ικανού να παίξει ρυθμιστικό ρόλο στα πολιτικά μας τεκταινόμενα. Σύμφωνα λοιπόν με την Αρχή του Κοπέρνικου δεν βρισκόμαστε σε κάποιο ιδιαίτερο ή προνομιακό σημείο του πολιτικού χρόνου και ως εκ τούτου οι μεταβολές που θα παρατηρήσουμε δε θα είναι δα και τόσο θεαματικές!
Αν εξετάσουμε την ελληνική πολιτική πραγματικότητα, στην καρδιά της εγχώριας πολιτικής αρένας δεν κρύβεται η ιδεολογική αντιπαράθεση. Κατά τεκμήριο, η προτίμηση των ψηφοφόρων δεν κατευθύνεται ούτε σε προγράμματα, ούτε σε διακηρύξεις, ούτε σε πλατφόρμες. Κύριο κριτήριο επιλογής του εκλογικού σώματος αποτελεί η ηγετική (ή και όχι τόσο ηγετική σε ορισμένες περιπτώσεις) προσωπικότητα του εκάστοτε αρχηγού του οιουδήποτε κόμματος. Επειδή αυτό το "κατά τεκμήριο" πιθανόν να ξένισε κάποιους εκ των αναγνωστών μας ας αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα:
- Η μέτρηση της "καταλληλότητας" των αρχηγών: Ελληνική ιδιαιτερότητα στις δημοσκοπήσεις, σημείο τριβής για τους πολιτικούς αναλυτές, αλλά έγκυρο επιστημονικό εργαλείο (με προβλεπτική ισχύ ως προς το αποτέλεσμα) για τα καθ' ημάς. Δεν θα είχε νόημα μια τέτοια μέτρηση αν το εκλογικό σώμα εμφορείτο από ιδεολογικού χαρακτήρα προσεγγίσεις.
- Αυτό καθεαυτό το πολιτικό μας σύστημα που καθιστά θεσμικά τον Πρωθυπουργό -τον αρχηγό του κόμματος της πλειοψηφίας-κυρίαρχο από κάθε άποψη και κεντρικό πρόσωπο της δημόσιας ζωής.
- Η θεαματική μεταβολή των εκλογικών ποσοστών των κομμάτων με την αλλαγή αρχηγού, χωρίς να μεταβάλλουν ούτε κατά κεραία το πρόγραμμα και την ιδεολογία τους.
Συμπερασματικά, στην ουσία του δικομματισμού δεν έχουμε παρά την αντιπαράθεση δύο προσωπικοτήτων. Δεν διαπιστώνουμε, από κανένα δεδομένο, τη μεταβολή αυτού του κεντρικού χαρακτηριστικού. Αντίθετα, ενισχύεται με νέα στοιχεία η κατάσταση αυτή και ας δούμε ορισμένα από αυτά:
- Η αναμφισβήτητη διασύνδεση της εκλογικής φθοράς του ΠΑΣΟΚ με την αντίστοιχη -επί του παρόντος τουλάχιστον-αμφισβήτηση της παρουσίας του κ. Παπανδρέου στην ηγεσία του κινήματος.
- Η διάσταση μεταξύ της εκλογικής δύναμης της Νέας Δημοκρατίας και της δημοφιλίας του κ. Καραμανλή.
- Η εκτόξευση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ με την ανάδειξη του κ.Τσίπρα στην ηγεσία του.
Η λίστα δεν τελειώνει εδώ. Εν κατακλείδι, ο μετασχηματισμός του πολιτικού συστήματος του δικομματισμού προς ένα διπολικό σχήμα απαιτεί την ανάδειξη ηγετών οι οποίοι θα διαθέτουν την ικανότητα της σύνθεσης πολυκομματικών κυβερνητικών σχημάτων. Και ενώ ο χώρος της κεντροδεξιάς θα μπορούσε -πάντοτε σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις - να υπαχθεί υπό τον κ. Καραμανλή, αντίθετα στον χώρο της κεντροαριστεράς το κύριο χαρακτηριστικό είναι μάλλον η πολυπολικότητα, όπως αυτή εκφράζεται τόσο στην κοινοβουλευτική δύναμη όσο και στις ηγεσίες αλλά και στα εκλογικά ποσοστά.
Ας προχωρήσουμε την ανάλυσή μας και στην διαλεύκανση του ζητήματος της απόδοσης υψηλών ποσοστών που απολαμβάνει κατά τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις η "ιδέα" περί "κυβερνήσεων συνεργασίας". Εδώ, με βάση και την παραπάνω ανάλυση, έχουμε να κάνουμε με το εξής -φαινομενικά- παράδοξο: Το ίδιο στατιστικό δείγμα που εκφράζει την κομματική του προτίμηση αποδίδοντας συγκεκριμένα και διακριτά ποσοστά στα κόμματα, είναι το ίδιο που εκφράζει - με ακόμη μεγαλύτερη ισχύ- την προτίμησή του σε πρόσωπα ενώ είναι το ίδιο που "ονειρεύεται"-κατά τους αναλυτές-την εκλογική "κατάρρευση" όλων των παραπάνω και ενδίδει στην έννοια της "συνεργασίας". Η παραδοξότητα αίρεται όταν ανατρέξουμε στην ερώτηση. Είναι γνωστό στους δημοσκόπους πως όταν ερωτηθεί το εκλογικό σώμα για έννοιες με θετικό περιεχόμενο όπως "ενότητα", "μεταρρύθμιση", "πρόοδος", "συνεργασία" κλπ η απάντηση που θα ληφθεί θα είναι κατά μεγάλη πλειοψηφία ομοίως θετική. Σε αυτό ακριβώς το φαινόμενο εδράζεται και η τρέχουσα παραφιλολογία περί κατάρρευσης του δικομματισμού και η παρεπόμενη "διπολική" θεωρία.
Χωρίς την ανάδειξη κοινά αποδεκτού ηγέτη στην κεντροαριστερά δεν συγκροτείται αντίπαλον δέος για τον κ. Καραμανλή. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν δύο άλλες παράμετροι της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας:
- Η έντονη ρευστότητα του εκλογικού σώματος που κινείται στο χώρο μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.
- Το ζητούμενο της κομματικής στέγης των κεντρώων ψηφοφόρων.
Σχετικά με το πρώτο θέμα, αυτό της ταχείας και μαζικής μετακίνησης ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ προς το ΣΥΡΙΖΑ και η ακόλουθη εκτόξευση των εκλογικών ποσοστών ενός κόμματος που υπό άλλες συνθήκες πάσχιζε να εισέλθει στο Κοινοβούλιο, θεωρούμε ότι καταδεικνύει στην πράξη την έλλειψη εμπιστοσύνης στην ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εμπιστοσύνη ως προς την πρόθεσή του να ενεργοποιήσει και πάλι το κίνημα προς μια πιο προοδευτική κατέυθυνση. Ο κ. Παπανδρέου δεν κατάφερε μέχρι στιγμής να εμπνεύσει αυτή την εμπιστοσύνη σε μια ευαίσθητη και εξαιρετικά ρευστή ομάδα: εκείνη των κεντροαριστερών του ψηφοφόρων. Δεν είναι δύσκολο για τον ίδιο να την διεκδικήσει και πάλι. Έχουμε σημειώσει κατ' επανάληψη τους λόγους. Η πολιτική του παράδοση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτό το χώρο. Το πρόβλημα του κ. Παπανδρέου είναι το δεύτερο ζήτημα: οι κεντρώοι ψηφοφόροι του. Εκείνοι που μετά την αποχώρηση του κ. Σημίτη από την ηγεσία, την προσδοκία ανάδειξης του κ. Βενιζέλου και στη συνέχεια την παραμονή του κ. Παπανδρέου στην θέση του αρχηγού αναμένουν με αγωνία τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ προκειμένου να αποκρυσταλλωθεί το πολιτικό του στίγμα. Αυτή είναι η ουσιαστική διάσπαση του ΠΑΣΟΚ η οποία εκφράζεται και στην κρίση ηγεσίας του. Η αντιπαράθεση Παπανδρέου-Βενιζέλου δεν είναι παρά απότοκη αυτής της εσωτερικής διεργασίας στην κομματική του βάση. Αυτός είναι και ο λόγος που ακόμη η διάσταση δεν έχει ολοκληρωθεί σε διάσπαση: όλοι αναμένουν τον κ. Παπανδρέου να αποσαφηνίσει τον προσανατολισμό του. Κίνηση προς τα αριστερά: κέρδος από την εκλογική δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ, ζημία από την διεκδίκηση κεντρώου σώματος από τη Νέα Δημοκρατία. Ανάκτηση του κεντρώου χώρου, ζημία από την πιο στενή σχέση των αριστερών ψηφοφόρων του με το ΣΥΡΙΖΑ.
Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε αυτήν την κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ πιο πριν. Η απάντηση είναι απλή και κινείται απειλητικά προς όλους τους πολιτικούς χώρους: Ο μεσαίος χώρος, η διακομματική κοινωνική ομάδα με κοινά οικονομικά χαρακτηριστικά και με ροπή προς τη σταθερότητα, αποδομείται. Το φάσμα της οικονομικής ένδειας αδειάζει από το περιεχόμενό του το μεσαίο χώρο, ο οποίος στήριξε την κυβέρνηση Σημίτη και στη συνέχεια πάνω του στηρίχθηκε η ανάδειξη της κυβέρνησης Καραμανλή. Η ενότητα του πολυτασικού ΠΑΣΟΚ διερράγη όταν το νήμα της οικονομικής ευστάθειας, ως ζητούμενου, από τις ομάδες των ψηφοφόρων του κόπηκε. Τα αποτελέσματα είναι ορατά στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η Κυβέρνηση από την άλλη, προσπαθεί να διατηρήσει στοιχειώδη ετοιμότητα για τη διεκδίκηση -εφόσον απαιτηθεί- μέρους του κεντρώου ρεύματος του ΠΑΣΟΚ, δια της αναλήψεως από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό της επικοινωνιακής πολιτικής της. Ο ίδιος ανέλαβε να προωθήσει ζητήματα όπως το ασφαλιστικό, το Σκοπιανό κλπ προκειμένου, στο τακτικό πεδίο μεν να ανατάξει την αρνητική εικόνα -λόγω σκανδάλων- της κυβέρνησής του, στο στρατηγικό πεδίο δε να διαθέτει σε ετοιμότητα ένα πολιτικό βιογραφικό - με συγκρούσεις έναντι "προνομιούχων" - ώστε να είναι σε θέση σε ευθετότερο χρόνο να διεκδικήσει μερίδιο του ΠΑΣΟΚικού κέντρου.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι και στους δύο κεντρικούς πολιτικούς χώρους, η ατζέντα δεν έχει περάσει σε άλλα χέρια παρά σε εκείνα των δύο πολιτικών αρχηγών των δύο κομμάτων εξουσίας. Εκ των πραγμάτων, δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα εκείνο το δυναμικό που θα επιτρέψει την ουσιαστική παρουσία ενός τρίτου πόλου ικανού να παίξει ρυθμιστικό ρόλο στα πολιτικά μας τεκταινόμενα. Σύμφωνα λοιπόν με την Αρχή του Κοπέρνικου δεν βρισκόμαστε σε κάποιο ιδιαίτερο ή προνομιακό σημείο του πολιτικού χρόνου και ως εκ τούτου οι μεταβολές που θα παρατηρήσουμε δε θα είναι δα και τόσο θεαματικές!
Technorati Tags: ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Καραμανλής, Παπανδρέου, ΣΥΡΙΖΑ